Τετάρτη 31 Αυγούστου 2011

«Φιλοκαλική Αναγέννηση». Επίδραση στην Ορθόδοξη Ευρώπη

Το κίνημα των Κολυβάδων διετάραξε επί ένα περίπου αιώνα (1754-1845) τη ζωή στην κοινότητα του Αγίου όρους και παράλληλα επανενεργοποίησε ένα σημαντικό ιδεολογικό και πολιτισμικό ρεύμα, του οποίου οι επιδράσεις ξεπερνούν τα όρια του Ελληνικού χώρου και φθάνουν στη Ρωσία, μέσω μιας διαφορετικής «αναγέννησης», την οποία φαίνεται να αγνοούν ή να παρασιωπούν οι ιστορικοί μας, της «Φιλοκαλλικής Αναγέννησης»

Πράγματι η επίδραση των Κολυβάδων στην διαμόρφωση της ιδεολογίας του σλαβόφιλου και αντιδυτικού πνεύματος, σε όλο τον ορθόδοξο χώρο και κατεξοχήν στη Ρωσία, αποσιωπάται συστηματικά  και παραμένει άγνωστη…

Η έκδοση το 1782 από τον Μακάριο Νοταρά και τον Νικόδημο Αγιορείτη της Φιλοκαλίας, μια συλλογής κειμένων των Πατέρων της εκκλησίας, που έως τότε κείτονταν ξεχασμένοι σε παλιά χειρόγραφα στο Άγιο Όρος και αλλού, υπήρξε τουλάχιστον ισάξιας σημασίας με την έκδοση των αρχαίων ελληνικών κειμένων από τον Κοραή και τον Δούκα.


(1) Εγκαινίαζε μια πνευματική παράδοση που στη νεώτερη Ελλάδα επανεύρισκε το νήμα του ριζικού αντιδυτικισμού, εκεί που το είχε αφήσει ο Γρηγόριος ο Παλαμάς και έτσι θεμελίωνε μια παράδοση που περνώντας από τον Παπουλάκο και τον Παπαδιαμάντη, θα φθάνει μέχρι τη σύγχρονη Νέο-ορθοδοξία. 
(2) Έριχνε πνευματικές γέφυρες προς τον ορθόδοξο κόσμο των Βαλκανίων και της Ρωσίας, που σε μεγάλο βαθμό είχαν διακοπεί μετά  την Άλωση, φθάνοντας μέχρι τον Ντοστογιέφσκυ, τον Μπερντιάγιεφ και τη σύγχρονη ρώσικη σχολή.

Δεν είναι προφανώς τυχαίο πως η πνευματική αναγέννηση του ελληνισμού είναι σφαιρική και  καθολική, δεν κατευθύνεται μόνο προς την παιδεία του Διαφωτισμού, προς την επιστροφή στους Αρχαίους Έλληνες, αλλά επεκτείνεται και στην «επιστροφή» στους Πατέρες της Εκκλησίας και την πνευματική παράδοση του Βυζαντίου.

Αυτό το πνευματικό γεγονός, που παρασιωπήθηκε συστηματικά, απορρίπτει την κοινωνία και τις ιδεολογικές αρχές του αναπτυσσόμενου δυτικού κόσμου και κηρύττει την επιστροφή σε έναν κόσμο που θα διαπνέεται από τις παλιές αξίες του Βυζαντίου και του ορθόδοξου μοναχισμού. Αυτό το πνευματικό ρεύμα δεν θα περιοριστεί, όπως μπορούμε να πιστέψουμε με μια πρώτη ανάγνωση, στο κίνημα του Παπουλάκου, ή το θρησκευτικό-πολιτικό κίνημα του Απόστολου Μακράκη. 

Θα προσελκύσει ή θα επηρεάσει προσωπικότητες όπως ο Κολοκοτρώνης –που φυλακίστηκε για συνομωσία–, ο Νικηταράς –που υπήρξε μέλος της «Φιλορθόδοξης Εταιρείας» και διώχθηκε ως συνωμότης– και ο Μακρυγιάννης, και θα έχει ως πνευματικό του τέκνο τους δύο σημαντικότερους νέο-έλληνες πεζογράφους, τον… Μακρυγιάννη και τον Παπαδιαμάντη.

Και όμως ένα τέτοιο ρεύμα, το μοναδικό που στη νεοελληνική ιστορική διαδρομή που θα επιδράσει καθοριστικά και εκτός Ελλάδας, και μάλιστα σε ολόκληρο τον ορθόδοξο κόσμο, θα παραμένει άγνωστο και θα αποσιωπάται. Γιατί δεν διαθέτουμε, ιδιαίτερα στους τομείς των κοινωνικών επιστημών, μια διανόηση που να μελετάει τα ελληνικά φαινόμενα. Η διανόηση στις κοινωνικές επιστήμες μεταφέρει, αναπαράγει, αλλά σπανίως παράγει.

Στην περίοδο που πραγματευόμαστε η επίδραση των Κολλυβάδων και του κινήματος τους θα είναι αποφασιστική. Ο κυριότερος αγωγός του θα είναι ο Παΐσιος Βελιτσκόφσκι, Ουκρανός μοναχός, που έμεινε για πάνω από εικοσιπέντε χρόνια στο Άγιο Όρος, από το 1746 έως το 1763, και αφού έμαθε τα ελληνικά ήρθε σε επαφή με τα κείμενα των Πατέρων και των ησυχαστών. 

Στη συνέχεια μαζί με εξηντατέσσερεις μοναχούς μολδοσλαβικής καταγωγής επέστρεψαν στη Ρουμανία όπου, με την βοήθεια του ηγεμόνα Κωνσταντίνου Μουρούζη, ανέδειξαν την μονή Νεάμτσου σε κέντρο του ορθόδοξου μοναχισμού, η οποία διέθετε σχολή ελληνικής γλώσσας και ανέλαβε την μετάφραση τόσο της Φιλοκαλίας στα σλαβονικά όσο και πολλών άλλων κειμένων. 

Η μονή Νεάμτσου επέβαλε παράλληλα και μια μορφή μοναστικού κοινοβίου, με βάση τα πρότυπα του Αγίου Όρους, όπου ίσχυε η απόλυτη κοινοκτημοσύνη, η νοερά προσευχή και η από κοινού μελέτη των έργων των πατερικών κειμένων. Στον αρχόμενο 19o αιώνα η ρωσική μονή Όπτινα, μια από τις τουλάχιστον 103 ρωσικές μονές που ακολουθούσαν τη σχολή του Παϊσίου, στελεχωμένη με μαθητές του, μεταβλήθηκε στο κέντρο της εισαγωγής στη Ρωσία της Φιλοκαλίας και των κειμένων της ελληνικής ορθόδοξης παράδοσης.

Η μονή της Όπτινα αποτέλεσε και την έδρα ορισμένων από τους μεγαλύτερους στάρτσκι της ρωσικής παράδοσης τον 19o αιώνα, όπως του Μακάριου και του Αμβρόσιου. Όταν ο φιλόσοφος Ιβάν Βασίλιεβιτς Κιρεγέφσκι (1806-1856), που είχε χρηματίσει μαθητής του Σέλλινγκ και του Σλεϊερμάχερ στη Γερμανία, έλθει σε επαφή με τον «στάρετς» Μακάριο της Όπτινα θα πραγματοποιηθεί η μετάβαση από το πεδίο της θρησκείας στη φιλοσοφία. Ο Κιρεγέφσκι μαζί με τον φίλο του και ομοϊδεάτη Xομιακώφ θα θεωρηθούν οι ιδρυτές του ρεύματος των σλαβοφίλων. 

Το κύριο έργο του Κιρεγέφσκι και του Μακάριου θα είναι η έκδοση των σλαβονικών μεταφράσεων του Βελιτσκόφσκι των κειμένων των Ελλήνων πατέρων καθώς και νέων στα ρωσικά,. Ανάμεσα στα άλλα έργα που εξέδωσαν ήταν και εκείνο του Αρχιεπισκόπου Νικηφόρου Θεοτόκη, Τέσσαρες κατηχητικοί λόγοι προς μοναχήν, το οποίο εξεδόθη σε δύο εκδόσεις το 1848 και το 1849, στη μετάφραση του Βελιτσκόφσκι....

...Δυστυχώς δεν μπορούμε εδώ να επεκταθούμε περισσότερο πάνω στην επίδραση, άμεση και έμμεση, τόσο του εθνικο-απελευθερωτικού και διαφωτιστικού ρεύματος και των Κολυβάδων στην Ανατολική Ευρώπη, αλλά ελπίζουμε ότι υπογραμμίσαμε τουλάχιστον μια αγνοημένη παράμετρο ιδιαίτερα σημαντική για την ελληνική πνευματική ζωή· ίσως επρόκειτο για την τελευταία φορά που η ελληνική οικουμένη θα επιδράσει τόσο ουσιαστικά στον γεωπολιτικό και πολιτισμικό της περίγυρο.

Απόσπασμα από το ανέκδοτο (τότε) βιβλίο του συγγραφέα: Η Ελληνική Αναγέννηση, 1700-1922, Μέρος Α΄ Ο φωτισμός και η παλιγγενεσία (1700-1821)

του Γιώργου Καραμπελιά
ΠΗΓΗ: antifono.gr

Τρίτη 30 Αυγούστου 2011

Ο ελληνικός τρόπος αντίστασης

       Την επομένη της κρίσεως που έπληξε τον Ελλαδικό κόσμο, σαν κόρακες έπεσαν διαφόρων ειδών τεχνοκράτες με στόχο την προβολή “πολύτιμων” λύσεων για το οικονομικό αδιέξοδο της χώρας. 

       Οι αναλυτές λοιπόν (πολιτικοί ή οικονομικοί) αντί μετά από κάποιο ασφαλές χρονικό διάστημα να εξετάσουν τη συνολική κατεύθυνση των μέτρων σε κοινωνικό επίπεδο, συνέχιζαν να αποτιμούν μόνον τις οικονομικές επιπτώσεις. Λες και οι οικονομικές κατευθύνσεις μίας χώρας δεν διαμορφώνουν μία κοινωνική νοοτροπία.Γιατί τότε, οι ίδιοι αναλυτές εξήραν τις κοινωνικές μεταρρυθμίσεις ως απόρροια των οικονομικών; 

Ουδεμία αμφιβολία πρέπει να υπάρχει: η εγκαθίδρυση ενός οικονομικού συστήματος από την Ευρώπη και το ΔΝΤ, εγκαθιδρύει και έναν ατομιστικό τρόπο στην αντίληψη των κοινωνικών σχέσεων και της κοινωνικής πρακτικής. Οφείλει λοιπόν ο αναλυτής να υπενθυμίζει την αυθεντική πνευματική παράδοση του Ελληνισμού ως εναπομείνοντα τρόπο αντίστασης στην ομογενοποιημένη κουλτούρα.

       Από αρχαιοτάτων χρόνων ο Έλλην ανέδειξε μία “θεόπνευστη” ατομικότητα που οι άλλοι λαοί, ευεπίφοροι εκείνη την περίοδο για πολιτισμό δεν μπόρεσαν να προτάξουν. Ξεκίνησε από την ατομικότητα της ανδραγαθίας ως επιβράβευση για τη θυσία μέσα στην μάχη. Σφυρηλατείτο έτσι μία αντίληψη περί υστεροφημίας, η οποία έδινε την δυνατότητα  σε μία πολεμική κοινότητα να αναπτύξει κάποια ιδιαίτερα ατομικά χαρακτηριστικά.  
              
Όσο όμως οι επιμέρους φατρίες άρχιζαν να οργανώνονται σε πόλεις-κράτη, άρχιζαν δηλαδή να αποκτούν δομή η οποία έτεινε να διακρίνει τις εξουσίες και να επιβάλλεται σε κατεστημένα συμφέροντα, το Άτομο μέσω καθιερωμένων θεσμών μπόρεσε να εκφραστεί ακόμα περισσότερο και τοιουτοτρόπως να αναπτύξει συλλογικά ανώτερο πολιτισμό. 

Η ίδια η σύλληψη της έννοιας Δημοκρατία και Ολιγαρχία και αργότερα η προσχηματική μανιχαϊστική διαίρεση του Ελληνικού κόσμου πίσω από αυτούς τους δύο εναλλακτικούς τρόπους ζωής, δεν είναι μόνο μία διαμάχη ισχύος. Είναι ταυτόχρονα και μία διαμάχη ιδεολογική και πολιτική η οποία εμφιλοχωρεί στην ουσία της το ποια είναι η αντίληψη των δύο αυτών κοσμοθεωριών για το Άτομο.

 Κατά αυτόν τον τρόπο, η ιστορία του Ατόμου προοδευτικά βρίσκει την πιο εκλεπτυσμένη αποτύπωσή της στην αρχαιότητα και δη στην  απολογία Σωκράτους. Αντιλαμβάνεται ο Σωκράτης ότι ναι μεν στην Αθηναϊκή Δημοκρατία υπάρχει περιθώριο αναπτύξεως της ατομικότητος, αλλά όχι τόση ώστε να εκδηλώνει κανείς κριτική στα θεμέλιά της, να αποφασίζει ο ίδιος για το ποια είναι αυτά τα χαρακτηριστικά που δεν επιθυμεί το Άτομο να του επιβάλει η Πολιτεία. Παραταύτα, καίτοι καταδικάζεται, αναγνωρίζει στον Κρίτωνα ότι στο έσχατο σημείο που συγκρούεται η Ατομική αξία και η Συλλογικότητα δεν είναι δυνατόν να υπάρξει δίλημμα. 

Δίχως την Κοινότητα το Άτομο αδυνατεί να είναι Άτομο. Είναι το πραγματικό νόημα της Σωκρατικής ρήσεως “μητρός τε καὶ πατρὸς καὶ τῶν ἄλλων προγόνων ἁπάντων τιμιώτερόν ἐστιν πατρὶς καὶ σεμνότερον καὶ ἁγιώτερον”.  

 Κατά την σύγκρουση Ατόμου - Κοινότητος το σύνολο έχει προτεραιότητα έναντι του μέρους, αλλά με μία μεγάλη Σωκρατική καινοτομία: το Άτομο ενσυνείδητα να επιλέγει την Κοινότητα και όχι η Κοινότητα να προαποφασίζει την επιλογή του Ατόμου.

Δεν είναι περίεργο λοιπόν που η Ελληνορθόδοξη παράδοση κατέληξε να είναι Προσωποκεντρική και όχι Ατομοκεντρική όπως στην Δύση. Ενώ η Δύση απευθύνεται αποκλειστικά στο Άτομο, στην δική μας πνευματική παράδοση το “εγώ” είναι μεν ισχυρό, αλλά εν τέλει λογοδοτεί στην Κοινότητα. (Η Οικογένεια ως θεσμός είναι μία εγγενής και σταθερή απόδειξη για τη διαφορά μας με την Δύση). Αλλά και από την Ανατολή, όπου ο αφέντης είναι πατριαρχικός και αυταρχικός και το Άτομο πλήρως υποτάσσεται στο σύνολο, έχει προφανείς διαφορές ο Ελληνορθόδοξος τρόπος ζωής.

Ο Ελληνικός τρόπος σκέψης από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα  βαπτίστηκε μέσα στους αγώνες. Και όσο πιο έντονα αφήνεις ελεύθερο το εγώ, τόσο μεγαλύτερη και η θυσία όταν το εγκαταλείπεις προς χάριν του συνόλου. Έτσι η πνευματική κληρονομιά διεισδύει και στην σύγχρονη Ελληνική ιστορία, αφού υπάρχει διαφορά στην αντίληψη του να παραδίδεις την Κύπρο με το να μάχεσαι για αυτήν, υπάρχει διαφορά να αντιλαμβάνεσαι τον Ελληνικό λαό ως ένα σύνολο που χρειάζεται καθοδήγηση με το να τον θεωρείς ανατολική επαρχία τριτοκοσμικού τύπου, υπάρχει διαφορά να χαρίζεις το όνομα Μακεδονία ως δήθεν ορθολογική επιλογή με το να αντιστέκεσαι στα προσωρινά καπρίτσια των ισχυρών...υπάρχει διαφορά να δέχεσαι την υποτέλεια στο ΔΝΤ ως αναγκαία επιλογή με το να θυσιάζεις το κομματικό σου μέλλον.

         Ναι. Ο Ελληνικός τρόπος σκέψης  βαπτίστηκε μέσα στους αγώνες για Ελευθερία, δημιουργώντας έναν σπάνιο Αριστοκρατικό τύπο ανθρώπου. 

          Eνώ η Αριστοκρατία του Δυτικού είναι ταξική, του Ανατολίτη φυλετική, η πραγματική Ελληνική Αριστοκρατική αντίληψη είναι Πνευματική και Λαϊκή και κατοικοεδρεύει στον κάθε κυρ-Γιάννη και την καθεμία κυρα-Μαρία. 

  Είναι ο δικός μας τρόπος αντίστασης.

του Ραφαήλ Καλυβιώτη

Δευτέρα 29 Αυγούστου 2011

ΩΡΙΜΟΤΗΤΑ


Από τον Mario de Andrade 
(Ποιητή, συγγραφέα, δοκιμιογράφο και μουσικολόγο από τη Βραζιλία).

«Μέτρησα τα χρόνια μου και συνειδητοποίησα, ότι μου υπολείπεται λιγότερος χρόνος ζωής  απ' ότι έχω ζήσει έως τώρα...

Αισθάνομαι όπως αυτό το παιδάκι που κέρδισε μια σακούλα καραμέλες: τις πρώτες τις καταβρόχθισε με λαιμαργία αλλά όταν παρατήρησε ότι του απέμεναν λίγες, άρχισε να τις γεύεται με βαθιά απόλαυση.


Δεν έχω πια χρόνο για ατέρμονες συγκεντρώσεις όπου συζητούνται, καταστατικά, νόρμες, διαδικασίες και εσωτερικοί κανονισμοί, γνωρίζοντας ότι δε θα καταλήξει κανείς πουθενά.


Δεν έχω πια χρόνο για να ανέχομαι παράλογους ανθρώπους που παρά τη χρονολογική τους ηλικία, δεν έχουν μεγαλώσει.
Δεν έχω πια χρόνο για να λογομαχώ με μετριότητες.
Δε θέλω να βρίσκομαι σε συγκεντρώσεις όπου παρελαύνουν παραφουσκωμένοι εγωισμοί.

Δεν ανέχομαι τους χειριστικούς και τους καιροσκόπους.

Με ενοχλεί η ζήλια και όσοι προσπαθούν να υποτιμήσουν τους ικανότερους για να οικειοποιηθούν τη θέση τους, το ταλέντο τους και τα επιτεύγματα τους.
Μισώ, να είμαι μάρτυρας των ελαττωμάτων που γεννά η μάχη για ένα μεγαλοπρεπές αξίωμα. Οι άνθρωποι δεν συζητούν πια για το περιεχόμενο... μετά βίας για την επικεφαλίδα.

Ο χρόνος μου είναι λίγος για να συζητώ για τους τίτλους, τις επικεφαλίδες. Θέλω την ουσία,  η ψυχή μου βιάζεται...Μου μένουν λίγες καραμέλες στη σακούλα...
Θέλω να ζήσω δίπλα σε πρόσωπα με ανθρώπινη υπόσταση.

Που μπορούν να γελούν με τα λάθη τους.
Που δεν επαίρονται για το θρίαμβό τους.
Που δε θεωρούν τον εαυτό τους εκλεκτό, πριν από την ώρα τους.
Που δεν αποφεύγουν τις ευθύνες τους.
Που υπερασπίζονται την ανθρώπινη αξιοπρέπεια
Και που το μόνο που επιθυμούν είναι να βαδίζουν μαζί με την αλήθεια και την ειλικρίνεια.
Το ουσιώδες είναι αυτό που αξίζει τον κόπο στη ζωή.
Θέλω να περιτριγυρίζομαι από πρόσωπα που ξέρουν να αγγίζουν την καρδιά των ανθρώπων...

Άνθρωποι τους οποίους τα σκληρά χτυπήματα της ζωής τους δίδαξαν πως μεγαλώνει κανείς με απαλά αγγίγματα στην ψυχή.

Ναι, βιάζομαι, αλλά μόνο για να ζήσω με την ένταση που μόνο η ωριμότητα μπορεί να σου χαρίσει.

Παρασκευή 26 Αυγούστου 2011

Γιατί καταδιώχτηκε η ηλιοκεντική θεωρία;

Του Στράτου Θεοδοσίου
 
Αληθινά, ποια είναι η σχέση μεταξύ θρησκείας και επιστήμης; ή μάλλον θρησκευτικού δόγματος και επιστήμης; Σύγκλιση ή αντιπαλότητα; Σχέση παράλληλη ή ασύμβατη; Είναι πραγματικά άβολη η σχέση θρησκείας και επιστήμης; 

Το ερώτημα που προκύπτει είναι το γιατί καταδιώχτηκαν οι  ηλιοκεντριστές επιστήμονες;
  • Ο αναβιωτής του ηλιοκεντρισμού, ο Κοπέρνικος ήταν σύμφωνα με τον Λούθηρο: Ο ηλίθιος που ήθελε να ανατρέψει την επιστήμη της αστρονομίας.
  • Στη συνέχεια ο Τζορντάνο Μπρούνο κάηκε ζωντανός για τις ιδέες του και ο Γαλιλαίος περιορίστηκε κατ’ οίκον.
  • Γιατί;
Η απάντηση βρίσκεται στο αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι όλοι αυτοί οι επιστήμονες, αποδεικνύοντας το αβάσιμο του γεωκεντρισμού, ταυτόχρονα υπονόμευαν κατά ουσιαστικό τρόπο τον εγωκεντρισμό ή ανθρωποκεντρισμό.Δηλαδή τη βασική παραδοχή της χριστιανικής κοσμοαντίληψης, κατά την οποία ο άνθρωπος είναι το κέντρο και ο σκοπός της δημιουργίας. 

Ο Γερμανός νεοκαντιανός φιλόσοφος και ιστορικός της Φιλοσοφίας Βίλχελμ Βίντελμπαντ (Wilhelm Windelband, 1848-1915) απέδωσε στη χριστιανική κοσμοθεωρία έναν «ανθρωποκεντρικό χαρακτήρα», γιατί σ’ αυτήν – διαφορετικά από ό,τι στην αρχαία ελληνική σκέψη– ο άνθρωπος και η ιστορία γίνονται επίκεντρο του Σύμπαντος. 

Ο ανθρωποκεντρισμός ξεκίνησε μέσα από την πτολεμαϊκή αντίληψη του Σύμπαντος –με τη Γη στο κέντρο του– και τη θρησκευτική άποψη πως ο άνθρωπος είναι το κεντρικό πλάσμα του Δημιουργού και όλα τα άλλα στρέφονται γύρω από αυτόν.

Η σπάνια ανεξαρτησία σκέψης σε συνδυασμό βέβαια με μια ολοκληρωμένη γνώση της Αστρονομίας και της Κοσμολογίας, γνώση που δεν ήταν εύκολα προσιτή την εποχή εκείνη, αποτέλεσαν τα αναγκαία εφόδια ώστε ο Κοπέρνικος, ο Τζορντάνο Μπρούνο, ο Γαλιλαίος και ο Κέπλερ να εκθέσουν με πειθώ την ανωτερότητα της ηλιοκεντρικής εκδοχής τους. 

Αυτή η μεγαλειώδης πρόταση του Κοπέρνικου, που αναβίωσε την ηλιοκεντρική θεωρία του Αρίσταρχου του Σάμιου, δεν προετοίμασε μόνο τον δρόμο για τη σύγχρονη Αστρονομία, αλλά παράλληλα βοήθησε στο να επιτευχθεί μια αποφασιστική αλλαγή στον τρόπο που ο άνθρωπος αντιμετώπιζε το Σύμπαν. 

Όταν έγινε κατανοητό ότι η Γη δεν ήταν το κέντρο του Σύμπαντος, αλλά ένας από τους πλανήτες του Ήλιου στο ηλιακό πλέον σύστημα, η ψευδαίσθηση για την κεντρική σπουδαιότητα του ίδιου του ανθρώπου, έχασε το στήριγμά της. Επομένως, η ηλιοκεντρική θεωρία δεν ήταν αρεστή στη Δυτική Εκκλησία γιατί δεν συμβάδιζε με τις «θέσεις» της Βίβλου, αντίθετα με τις αρχαία ελληνική γεωκεντρική θεωρία. 

Όταν λοιπόν η επιστήμη κατέρριψε τον ανθρωποκεντρικό μύθο, πρώτα δείχνοντας πως η Γη, το ενδιαίτημα του ανθρώπου, δεν κατέχει το κέντρο του Σύμπαντος και στη συνέχεια αποδεικνύοντας πως ακόμα και ο άνθρωπος είναι προϊόν εξέλιξης, τότε η ρήξη της με την Καθολική Δυτική Εκκλησία ήταν οριστική.

Κηρύχτηκε λοιπόν ένας άγριος πόλεμος εναντίον των ηλιοκεντριστών, όχι μόνο επειδή το σύστημα το οποίο υποστήριζαν ερχόταν σε ουσιαστική σύγκρουση με τις Γραφές, αλλά και γιατί η γεωκεντρική θεωρία, που υποστήριζε την απόλυτη ακινησία της Γης, βρισκόταν σε συμφωνία και με την ουράνια μηχανική του πανεπιστήμονα Αριστοτέλη. 

Ο Αριστοτέλης είχε επηρεάσει βαθιά τη θεολογία του Καθολικισμού του Μεσαίωνα και η απόρριψη της γεωκεντρικής θεωρίας θα ελάττωνε τόσο κύρος του μεγάλου φιλόσοφου, όσο και τη θεολογική θέση της Εκκλησίας. Κατ’ αυτόν τον τρόπο έγινε φανερό ότι η υποστήριξη της γεωκεντρικής θεωρίας ήταν ουσιαστικά θέμα εκκλησιαστικής εξουσίας. Αυτός λοιπόν ήταν και ο κύριος λόγος που παρακίνησε τον Πάπα Ουρβανό Η΄ (1623-1644) να κινήσει τη διαδικασία εναντίον του Γαλιλαίου και να περάσει τη θεωρία και το βιβλίο του Κοπέρνικου στο Index Librorum Prohibitorum.

Ο χώρος του Σύμπαντος, με τη Νέα Αστρονομία και Φυσική, αρχικά ξεφεύγει από το σύνολο των αριστοτελικών διαφοροποιημένων χώρων, ταυτίζεται στη συνέχεια με τον χώρο όπως αυτός ορίζεται από την Ευκλείδεια γεωμετρία, δηλαδή χώρος ομογενής και ισότροπος, για να καταλήξει τελικά, κατά τον 19ο και 20ό αιώνα, στον αδιευκρίνιστο, για τον κοινό ανθρώπινο νου, χώρο των μη Ευκλείδειων γεωμετριών.

Ο Κέπλερ, μυστικιστής και θρησκόληπτος, πίστευε ότι το Σύμπαν έβριθε από άρρητες και μυστικές δυνάμεις. Είχε την πεποίθηση ότι από τη στιγμή που μετέφερε τις μαθηματικές αρμονίες στη μελέτη της ουράνιας σφαίρας, ταυτόχρονα συνέδεε τις πλανητικές τροχιές με τέλεια γεωμετρικά σχήματα. 

Σύμφωνα με αυτόν τον χαρισματικό Γερμανό αστρονόμο, μόνον οι κινήσεις των ουρανίων σωμάτων, αέναες και τέλειες, προσφέρονταν για μαθηματική και γεωμετρική ανάλυση, εφόσον υποστήριζε ότι η Αστρονομία έπρεπε να βασίζεται στις αρχές της γεωμετρικής απλότητας. Ωστόσο, ο Κέπλερ ήταν προτεστάντης και ως τέτοιος δεν αισθάνθηκε ποτέ την πίεση του Καθολικισμού και της Ιεράς Εξέτασης.

Ύστερα από τις παρατηρήσεις και τις θεωρητικές μελέτες των δύο αυτών σπουδαίων αστρονόμων, του Γαλιλαίου και του Κέπλερ, η εκθρόνιση της Γης από την πλανητική πρωτοκαθεδρία της ήταν γεγονός. Μετά από χιλιάδες χρόνια ηγεμονίας του μικρού πλανήτη μας, το ηλιοκεντρικό σύστημα εδραιώθηκε και ο Ήλιος κατέλαβε δικαιωματικά τη θέση που κατείχε η Γη στο αντίστοιχο γεωκεντρικό σύστημα. 

Οι άφθαρτες κρυστάλλινες σφαίρες στο κλειστό αριστοτελικό γεωκεντρικό σύστημα με την άρτια εσωτερική διάταξη και την αδιατάραχτη ιεραρχία αντικαταστάθηκαν από τη νέα Κοσμολογία, που υιοθετούσε ένα άπειρο, άνευ ουδεμιάς φυσικής ιεραρχίας Σύμπαν.

Ο Κέπλερ, με τη Νέα Αστρονομία, που συνέγραψε το 1609, ήρθε σε αντίθεση με τις καθεστηκυίες ιδέες. Η υιοθέτηση της υλικής κινητήριας δύναμης –που εισηγήθηκε– αποτέλεσε το κύριο πλήγμα στη θεϊκά δημιουργημένη κοσμική τάξη, την οποία είχε επιβάλει στη δυτική διανόηση η αριστοτέλεια Φυσική.

Συμπερασματικά μπορούμε να πούμε ότι ο χαρισματικός Γαλιλαίος με τις ανεπανάληπτες παρατηρήσεις του και ο ιδιοφυής Κέπλερ, με τις θεωρητικές μελέτες του, ήταν οι πραγματικοί θεμελιωτές του νεότερου ηλιοκεντρικού συστήματος και οι νομοθέτες του πλανητικού μας συστήματος. 

Ο μεν πρώτος, με τις παρατηρήσεις του το 1609 με το πρωτοεμφανιζόμενο τότε τηλεσκόπιο, ο δε δεύτερος πάλι το 1609 έγραψε τη Νέα Αστρονομία, που πραγματικά τοποθετούσε σε νέες βάσεις την επιστήμη των ουρανών, αφού σ’ αυτό το έργο του παρουσίαζε τους δύο από τους τρεις βασικούς νόμους του που διέπουν τις κινήσεις των πλανητών.

Οι τροχιές των πλανητών είναι ελλείψεις τη μία εστία της οποίας κατέχει ο Ήλιος και η επιβατική ακτίνα, που συνδέει τον Ήλιο με τον πλανήτη, διαγράφει σε ίσους χρόνους ίσα εμβαδά. Επομένως, η παρατηρησιακή θεμελίωση της ηλιοκεντρικής θεωρίας οφείλεται αποκλειστικά στον Γαλιλαίο, όπως η αντίστοιχη μαθηματική και αστρονομική θεμελίωσή της αποκλειστικά και μόνον στον Γιοχάνες Κέπλερ.

Μετά από όλα όσα αναφέραμε, η ηλιοκεντρική θεωρία, του Αρίσταρχου του Σάμιου και του αναβιωτή της, Νικόλαου Κοπέρνικου, ήταν –σύμφωνα με την Εκκλησία– βλασφημία γιατί έσπερνε νέες ιδέες για μια επιστήμη απαλλαγμένη από τον χαλινό του Καθολικισμού και της Ιερής Εξέτασης. 

Γι’ αυτόν τον λόγο το 1616, για να επανέλθουμε στο χρονικό μας πλαίσιο, η ηλιοκεντρική θεωρία του Αρίσταρχου και του Κοπέρνικου καταδικάστηκε από την Καθολική Εκκλησία ως παράλογη, ασεβής και «ψευδό-επιστημονική». Και αυτό έως το 1820, οπότε η ηλιοκεντρική θεωρία θεωρήθηκε από την Εκκλησία ως μάλλον «αποδεδειγμένη» και «επιστημονική», και σταμάτησαν τόσο η δίωξη όσο και οι διωγμοί εναντίον των υποστηρικτών της, που, όπως έχουμε αναφέρει, είχαν αρχίσει το 1616.

Υπάρχει λύση; Και βέβαια! Η λύση βρισκόταν και βρίσκεται στον διαχωρισμό των ρόλων. Έτσι κι αλλιώς ο Θεός είναι εκτός των ορίων της επιστήμης, ο Θεός φανερώνεται, δεν υπολογίζεται ούτε με εξισώσεις ούτε με θεωρίες. Οπότε η ενασχόληση των επιστημόνων με το θεϊκό, πιθανότατα εκτός από επικίνδυνη, είναι ταυτόχρονα και άγονη.

Εδώ πρέπει να αναφέρουμε ότι τα ερωτήματα που εγείρονται δεν είναι σημαντικά μόνο λόγω του ότι οι όροι «επιστήμη» και «επιστημονικό» μας κατακλύζουν. Το πρόβλημα της οριοθέτησης της επιστήμης έχει επίσης μεγάλη κοινωνική και πολιτική σημασία. 

Πέρα από αυτά, η αντίληψη περί του τι είναι ή δεν είναι επιστήμη, επηρεάζει, σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, την εκάστοτε κρατική επιστημονική πολιτική, με συνέπειες στην προώθηση ή τη στασιμότητα της επιστημονικής ή της αντίστοιχης τεχνολογικής έρευνας.

Τρίτη 23 Αυγούστου 2011

Ο δρόμος Υπάρχει


Ο δρόμος από το Ρέθυμνο προς το χωριό μου –σχεδόν έρημος τώρα που άνοιξε μια ευκολότερη διαδρομή– είναι ένας ζωντανός οργανισμός, με την ιστορία του, τα μπαλώματά του, με μικρές και μεγάλες χαρές, τραγωδίες, θαύματα, τάματα, νέα και παλιά τμήματα, αποκομμένες παρακάμψεις που επιστρέφουν στο δάσος, γέφυρες, γκρεμούς, κατολισθήσεις και στροφές. 

Ο παππούς μου και τα αδέλφια του, όπως και τόσα παλικάρια της εποχής, δούλευαν εργάτες στον δρόμο για να σπουδάσουν τον μεγαλύτερο αδελφό, για να κάνει η οικογένεια ένα άλμα προς τα πάνω, να αρχίσει και αυτή να λύνει τα σφιχτά δεσμά της εξάρτησης από τη γη και από τα καπρίτσια του καιρού. Μέσα από αμέτρητες γενιές γεωργών και τεχνιτών, ένας ξέφυγε, για να ανοίξει και αυτός δρόμους για άλλους.

Ετσι ήταν η εξέλιξη στα χωριά μας, όπου οι άνθρωποι βασίζονταν μονάχα στις δικές τους δυνάμεις, στον δυνατό κοινωνικό ιστό και τους κανόνες συμπεριφοράς που δημιουργήθηκαν μέσα στους αιώνες. Οι άνθρωποι τα έβγαζαν πέρα μόνοι τους, χωρίς τη βοήθεια κανενός κράτους.

Το κράτος υπήρχε κυρίως για να απαιτεί θυσίες – φόρους και στρατεύσιμους και ό, τι άλλο εξυπηρετούσε τα δικά του συμφέροντα, που δεν ήταν ταυτόσημα με τις ανάγκες του τοπικού πληθυσμού.

Ο νόμος ήταν αυστηρός και η εφαρμογή του σίγουρη. Αλλά συχνά, οι σοφότεροι του χωριού διατηρούσαν την τάξη χωρίς την παρέμβαση του χωροφύλακα ή του αγρονόμου. Το μεροκάματο ήταν από την ανατολή ώς τη δύση, με λίγη ώρα ελεύθερη για φαγητό το μεσημέρι. Οπως σημείωνε ο παππούς μου αργότερα, «με το μεροκάματο έτρωγες ψωμί. Σήμερα, με το μεροκάματο αγοράζεις ψωμιά να φάει όλο το χωριό». Για να πάρεις άρβυλα, έπρεπε να μαζεύεις τα μεροκάματα ενός μήνα. «Σήμερα, με δυο-τρία μεροκάματα παίρνεις τα καλύτερα. Πού βρέθηκε τόσο χρήμα;». 

Ετσι μετρούσε την αξία και την υπεραξία των πραγμάτων ο παππούς μου και φοβόταν ότι τα πράγματα ήταν εκτός ελέγχου. Δεκαοκτώ χρόνων έβαλε παπούτσια. Αυτός και τα αδέλφια του δούλευαν στον δρόμο, στα χωράφια, σκαρφάλωναν στα βουνά ξυπόλυτοι. 

Οταν ο παππούς μου έβαλε άρβυλα, πήρε τα βουνά, πετούσε πάνω από βράχια και αγκάθια, έγινε ξακουστός κυνηγός. Βρήκε τη δική του ελευθερία, την επιτυχία, τη δική του ευτυχία.

Αυτή η γενιά –της οποίας τα περισσότερα μέλη είχαν γεννηθεί πριν από την Ενωση της Κρήτης με την Ελλάδα ή στα πρώτα χρόνια της ελευθερίας– είδε ολόκληρη την Ελλάδα να κάνει τεράστια άλματα από την Eποχή του Xαλκού και της απομόνωσης στην πλημμύρα του πλούτου που έφεραν ο τουρισμός, τα ευρωπαϊκά κονδύλια και ο δανεισμός. 

Υπηρέτησαν σε πολέμους μακριά από την Κρήτη, αντιστάθηκαν στον κατακτητή της γης τους, σκότωσαν εχθρούς, έκλαψαν συντρόφους και αδέλφια, έχασαν παιδιά στον θάνατο και την ξενιτιά. Τραγούδησαν, χόρεψαν, έζησαν. Είδαν μηχανήματα να μεταμορφώνουν σε λίγους μήνες τους δρόμους που είχαν χαράξει στα βουνά με κασμάδες και καρότσια, να χτίζονται Kέντρα Yγείας και να έρχονται γιατροί, σούπερ μάρκετ και φαρμακείο. Είδαν πολλά από τα παιδιά τους να μαθαίνουν το παιχνίδι της πολιτικής, να καταφέρνουν να βολέψουν τα δικά τους παιδιά στο Δημόσιο – να εξασφαλίζουν το μεροκάματο «βρέξει, χιονίσει».

Και οι γέροντες, στο τέλος της ζωής τους, στο ξημέρωμα μιας νέας εποχής, πήραν συντάξεις από το κράτος. Για πρώτη φορά, όλοι έπαψαν να εξαρτώνται πια μόνο από τη γη ή από τα παιδιά τους· μπόρεσαν να πληρώνουν τους λογαριασμούς τηλεφώνου και ρεύματος – αγαθά που δεν είχαν δει ούτε στα όνειρά τους οι δικοί τους γονείς.

Γνώριζαν, όμως, ότι οι αλλαγές, όσο αναγκαίες και καθυστερημένες και αν ήταν, έφερναν και τον σπόρο της καταστροφής. Ο παππούς μου, που πέθανε πριν από 11 χρόνια, απελπιζόταν με αυτά που έβλεπε. «Πού είναι η ελευθερία όταν ο καθένας κάνει ό, τι θέλει, χωρίς να λογαριάζει κανέναν άλλο;», ρωτούσε. 

Πολλά χρόνια νωρίτερα, στις αρχές της δεκαετίες του ’80, ένας άλλος σοφός γέρος έγνεψε προς τη μόνη τηλεόραση του χωριού, στο καφενείο του υιού του, και είπε: «Ετούτοσες ο διάλος θα μας καταστρέψει. Θα μας εκάνει ούλους ίδιους». Με τα χρόνια κατάλαβα ότι δεν εννοούσε τις ξανθιές παρουσιάστριες με την αθηναϊκή προφορά, αλλά ότι θα μιμούμαστε τις ίδιες συμπεριφορές, θα παύαμε να ψάχνουμε τον δικό τους δρόμο. 

Γίναμε ίδιοι. Και σήμερα, είμαστε όλοι ξυπόλυτοι και απροετοίμαστοι στα δύσκολα. Δεν θα γυρίσουμε πίσω εκεί όπου ήμαστε πριν και δεν ξέρουμε πού πάμε. 

Χάρη στους αλησμόνητους νεκρούς μας, όμως, ξέρουμε ότι δρόμος υπάρχει.

Tου Νικου Κωνστανταρα

Σάββατο 20 Αυγούστου 2011

Όσιος Θεόδωρος Εδέσσης: Θεωρητικό (Απόσπασμα)


...Είπαμε λοιπόν ότι το σώμα επιθυμεί να απολαμβάνει τα συγγενή με αυτό, μέσω της αισθήσεως, πράγμα που είναι αντίθετο με την πρόθεση της ψυχής, και όσο πιο πολύ δυναμώνει το σώμα, τόσο περισσότερο επιθυμεί. Γι' αυτό ας φροντίσει η ψυχή να βάλει χαλινό σε όλες τις αισθήσεις, για να μην απολαύσομε τα αισθητά.

Επειδή όταν είναι πιο ρωμαλέο το σώμα, περισσότερο ορμά· και περισσότερο ορμώντας, γίνεται ακράτητο· γι' αυτό η ψυχή δύσκολα φροντίζει να το νεκρώσει με νηστείες, αγρυπνίες, ορθοστασίες, χαμαικοιτίες, αλουσία και με κάθε άλλη κακοπάθεια, ώστε να καταμαράνει τη δύναμή του για να το έχει ήμερο και πειθήνιο στις νοερές πράξεις της. Αυτό είναι που έχομε να κατορθώσουμε.


Επειδή όμως αυτά είναι ευκολότατο να τα υποσχεθούμε, δύσκολο όμως να τα εφαρμόσομε, και είναι πολύ περισσότερα τα σφάλματα από τα κατορθώματα ακόμη και αν προσέχει κανείς πάρα πολύ, γιατί συχνά η αίσθηση εξαπατά, γι' αυτό έχει επινοηθεί και τρίτο φάρμακο, η προσευχή και τα δάκρυα.


Η προσευχή περιέχει ευχαριστία για όσα καλά μας έχουν δοθεί, και αίτηση συγχωρήσεως των αμαρτημάτων και ενισχυτικής δυνάμεως για το μέλλον γιατί χωρίς τη θεία βοήθεια, όπως προείπαμε, τίποτε δεν μπορεί να κατορθώσει η ψυχή. Επίσης, οδηγεί στην ένωση με τον ποθούμενο Θεό και την απόλαυσή Του, και την ολοκληρωτική κλίση της βουλήσεως προς Αυτόν το να πείσουμε τη βούληση να επιθυμεί αυτά όσο το δυνατόν πιο πολύ, είναι το μεγαλύτερο μέρος του κατορθώματος.


Και τα δάκρυα πάλι έχουν μεγάλη δύναμη. Γιατί εξιλεώνουν τον Κύριο για τα σφάλματά μας και μας καθαρίζουν από τις κηλίδες που αποκτήσαμε από την αισθητή ηδονή και δίνουν φτερά προς τον ουρανό στην επιθυμία μας. Και αυτά έτσι είναι. Το κατόρθωμα λοιπόν είναι η θεωρία των νοητών και ο τέλειος πόθος τους.


Για να το πετύχομε αυτό, χρειάζεται η δουλαγώγηση του σώματος, μέρη της οποίας είναι η νηστεία, η σωφροσύνη και άλλα, που γίνονται όλα γι' αυτό το σκοπό. Και για να πετύχομε αυτά, και μαζί μ' αυτά, χρειάζεται η προσευχή, και το καθένα από αυτά μοιράζεται σε πολλά μέρη· γιατί όπως αυτά χρειάζονται για άλλα, έτσι και γι' αυτά χρειάζονται άλλα.


Κανείς να μη νομίζει ότι η φιλοδοξία και η φιλαργυρία αφορούν στο σώμα. Μόνον η φιληδονία αφορά στο σώμα, η οποία βρήκε κατάλληλο φάρμακο την κακοπάθεια του σώματος. Οι άλλες δύο κακίες που είπαμε, είναι γεννήματα της άγνοιας. Γιατί η ψυχή υιοθετεί τα νόθα από έλλειψη εμπειρίας των πραγματικά καλών και από άγνοια των νοητών.


Με τον πλούτο νομίζει ότι παρηγορεί τη φτώχεια· συγχρόνως όμως ο πλούτος επιδιώκεται για φιληδονία και για φιλοδοξία, και καθ' εαυτόν, σαν να ήταν κάποιο καλό. Αυτό συμβαίνει από άγνοια των πραγματικά καλών. Η φιλοδοξία δεν οφείλεται στην ανάγκη του σώματος —γιατί δεν εξυπηρετεί διόλου το σώμα— αλλά στην απειρία και την άγνοια του Πρώτου Καλού και της αληθινής δόξας· αιτία αυτής και γενικά ρίζα όλων των κακών, είναι η άγνοια.


Γιατί δεν γίνεται εκείνος που εννόησε σωστά τη φύση των πραγμάτων, από που προήλθε το καθένα και που καταλήγει, κατόπιν να περιφρονήσει το σκοπό του και να στραφεί στα γήινα· γιατί η ψυχή δεν επιθυμεί εκείνο που φαινομενικά είναι καλό. Και αν τυραννείται από τη συνήθεια, μπορεί κάλλιστα να νικήσει και τη συνήθεια. Αλλά όταν ακόμη υπήρχε η συνήθεια, ξεγελιόταν από την άγνοια.


Επομένως πρέπει να φροντίσει για το πρώτο-πρώτο αγαθό, και να αποκτήσει, ορθή ιδέα περί των όντων, και ακολούθως να δώσει φτερά στη βούληση για να πετάξει προς το Πρώτο Αγαθό, να καταφρονήσει όλα τα παρόντα και να πληροφορηθεί για τη μεγάλη ματαιότητά τους. Γιατί, τι μας βοηθούν στο σκοπό μας;


Και για να συνοψίσω, ένα μόνο είναι το έργο της λογικής ψυχής μέσα στο σώμα, να επιθυμεί τον τελικό της σκοπό. 


Και επειδή η ενέργεια της βουλήσεως, χωρίς νόηση, είναι ακίνητη, γι' αυτό προσλαμβάνομε τη νοερή ενέργεια. Η νόηση είναι είτε για χάρη της βουλήσεως, είτε και για τον εαυτό της και για τη βούληση· πράγμα που φαίνεται πιο σωστό...

ΣΧΟΛΙΑ
Το «Θεωρητικό» είναι μια πλήρης έκθεση των προϋποθέσεων της θεώσεως, μέσα στην οποία σημαντική θέση κατέχει ο θεωρητικός τρόπος ζωής, ως συνεχής ανάταση του νου εις τα νοητά, φυσικά με προσευχή και τη λοιπή παραδοσιακή ασκητική αγωγή. Η θεωρία των νοητών οδηγεί εις τον έρωτά τους και επομένως τα γήινα λησμονούνται.

Το «Θεωρητικό» συνοψίζει βαθειές και πυκνές εμπειρίες και προϋποθέτει πλούσια χάρη, μεγάλο και ελλαμπόμενο νου και υψηλή θεολογική γνώση, και φαίνεται, ότι μάλλον έχει γραφεί στην περίοδο του μοναχισμού του
οσίου Θεοδώρου γύρω στο 660 μΧ, παρά στον καιρό της ποιμαντικής του δράσεως, αφού είναι προορισμένο να διδάξει τους μοναχούς για τη θεωρητική ζωή, όχι βέβαια στην εκδοχή των φιλοσόφων.

 
(πηγή: Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών, 1986, β΄τόμος)