Πέμπτη 31 Μαρτίου 2011

ΙΘΑΚΗ, Ντίνος Χριστιανόπουλος


Δὲν ξέρω ἂν ἔφυγα ἀπὸ συνέπεια
ἢ ἀπὸ ἀνάγκη νὰ ξεφύγω τὸν ἑαυτό μου,
τὴ στενὴ καὶ μικρόχαρη Ἰθάκη
μὲ τὰ χριστιανικά της σωματεῖα
καὶ τὴν ἀσφυχτική της ἠθική.

Πάντως, δὲν ἦταν λύση, ἦταν ἡμίμετρο.
Κι ἀπὸ τότε κυλιέμαι ἀπὸ δρόμο σὲ δρόμο
ἀποχτώντας πληγὲς κι ἐμπειρίες.

Οἱ φίλοι ποὺ ἀγάπησα ἔχουνε πιὰ χαθεῖ
κι ἔμεινα μόνος τρέμοντας μήπως μὲ δεῖ κανένας
ποὺ κάποτε τοῦ μίλησα γιὰ ἰδανικά…

Τώρα ἐπιστρέφω μὲ μίαν ὕποπτη προσπάθεια
νὰ φανῶ ἄψογος, ἀκέραιος, ἐπιστρέφω
κι εἶμαι, Θεέ μου, σὰν τὸν ἄσωτο ποὺ ἀφήνει
τὴν ἀλητεία, πικραμένος, καὶ γυρνάει
στὸν πατέρα τὸν καλόκαρδο, νὰ ζήσει
στοὺς κόλπους του μίαν ἀσωτία ἰδιωτική.

Τὸν Ποσειδῶνα μέσα μου τὸν φέρνω,
ποὺ μὲ κρατάει πάντα μακριά.
Μὰ κι ἂν ἀκόμα δυνηθῶ νὰ προσεγγίσω,
τάχα ἡ Ἰθάκη θὰ μοῦ βρεῖ τὴ λύση;

Ποιήματα
ἔκδ. Διαγώνιος, Θεσσαλονίκη, 1992

Τετάρτη 30 Μαρτίου 2011

ΑΟΖ ως στρατηγικό πλεονέκτημα


Η ορθολογική ανάλυση του θέματος της ΑΟΖ αναδεικνύει αντικειμενικά ότι αποτελεί ένα στρατηγικό πλεονέκτημα.

Θέλουμε δεν θέλουμε, αυτό είναι πλέον γεγονός. Μπορούμε βέβαια να το κρύψουμε από τον εαυτό μας, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει. Μπορούμε βέβαια να μην του δώσουμε την επαρκή σημασία, αλλά αυτό δεν θα ισχύει για τους αντιπάλους μας. Κατά κάποιο τρόπο πρέπει ν' αποδειχθούμε ότι η έννοια της ΑΟΖ έχει σημασία, ανεξάρτητα από το πολιτικό πλαίσιο, διότι δεν είμαστε ο μοναδικός παίκτης, κατά συνέπεια αυτή η ανεξαρτησία, αν δεν ενταχθεί σ' ένα συμμαχικό πεδίο δράσης, θα παραμείνει ένα πλαίσιο όπου θα παίξουν εις βάρος μας οι άλλοι παίκτες.
 

Και ο λόγος είναι απλός: γεωστρατηγικά και τοποστρατηγικά, η ελληνική ΑΟΖ έχει τεράστια σημασία, όχι μόνο για μας, και κατ' επέκταση για όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά και για τους αντιπάλους μας που προτιμούν να μην τη θεσπίσουμε καν και να μην συμπράξουμε διακρατικές συμφωνίες, διότι αυτή η αδράνεια θα τους προσφέρει μεγάλες δυνατότητες κινήσεων σ' ένα πλαίσιο, το οποίο θα είναι ελεύθερο.
 

Η μη συνειδητοποίηση αυτού του νοητικού σχήματος θα προκαλέσει εις βάρος μας μεγάλα προβλήματα με επιπτώσεις για το μέλλον που δύσκολα μπορούμε να προβλέψουμε με τα τωρινά δεδομένα, τόσο μεγάλη θα είναι η αλλαγή φάσης. Αν επιμείνουμε λοιπόν σε αυτήν την αδράνεια σκέψης και κατάλληλων αποφάσεων, θα έρθουν απλά να μας το υπενθυμίσουν οι αντίπαλοί μας δίχως κανένα δισταγμό, διότι γνωρίζουν πολύ καλά τα πλεονεκτήματα και τις δυνατότητες που προσφέρει η ελληνική ΑΟΖ.
 

Η ιδιότητα της ΑΟΖ με τα 200 ΝΜ της, να προσφέρει τη δυνατότητα μετασχηματισμού ακριτικών νησιών σε ελκυστές με μεγάλη δεξαμενή έλξης, δεν είναι βέβαια άσχετη με το θέμα. Διότι αυτό που θεωρούμε συνήθως ως ένα αδύναμο στοιχείο, μετατρέπεται με αυτόν τον τρόπο σε μία σημαντική βάση ελέγχου μίας μεγάλης περιοχής, η οποία έχει την ικανότητα να επεκτείνει το χώρο δράσης μας, δίχως να έχει τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η έννοια των 12 ΝΜ.
 
Αυτή η μεγάλη αλλαγή φάσης της θεώρησης των δεδομένων του Αιγαίου συμπεριλαμβάνοντας το Καστελόριζο και τη Γαύδο, είναι σημαντικότατη.
Το θέμα δεν είναι να εκμεταλλευτούμε απλώς μία ευκαιρία, όπως πιστεύουν οι περισσότεροι, αλλά πραγματικά να εδραιώσουμε τη θέση μας σε μία ανθεκτική βάση. Έτσι, το να δεχτούμε πιέσεις για αυτό το θέμα δεν είναι μόνο αναμενόμενο, αλλά απαραίτητο, διότι μόνο η έννοια της επικάλυψης οδηγεί στις διακρατικές συμφωνίες, οι οποίες αναδεικνύουν σταθερά σημεία, τα οποία βρίσκονται σε μεγάλη απόσταση από τα σύνορα με τη συμβατική τους έννοια. Όλα αυτά δεν είναι μία ουτοπία, διότι η Κύπρος με το παράδειγμά της έχει αποδείξει ότι ευσταθούν κι είναι ορθολογικά, ακόμα και σε μία κατάσταση κρίσης. 

Ο πραγματικός μας εχθρός δεν είναι παρά μόνο μία μορφή ηττοπάθειας, η οποία μας οδηγεί να μην πιστεύουμε στις ικανότητες και δυνατότητές μας. Όλα τα άλλα είναι λεπτομέρειες.
 
Είναι λοιπόν σημαντικό να απελευθερωθούμε από τις φοβίες μας που μας παραλύουν τη σκέψη και δεν επιτρέπουν τη στρατηγική μας δράση.
         Ν. Λυγερός

Πέμπτη 24 Μαρτίου 2011

Η 25η ΜΑΡΤΙΟΥ ΣΤΗΝ ΚΑΤΟΧΗ (1942)

Μέσα στην πολυτάραχη ιστορία του εθνικού βίου, πολλές φορές ό εορτασμός της 25ης Μαρτίου, πήρε δραματικό χαρακτήρα διαδήλωσης υπέρ της ελευθερίας. 

Οι πιο σημαντικές εκδηλώσεις τέτοιας μορφής στα νεώτερα χρόνια, ήταν αναμφισβήτητα, εκείνες του 1942 στην καρδιά της σκλαβωμένης Αθήνας.
 
Στίς 24 Μαρτίου 1942 το πρωί, μικρές ομάδες φοιτητών μαζεύτηκαν στην πλατεία Εξαρχείων. Ήταν ειδοποιημένοι από την οργάνωση τους, το σπουδαστικό τμήμα του ΕΑΜ Νέων, που κατηύθυνε τον αγώνα στα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα. 
Οί περισσότεροι έρχονταν κατευθείαν από το φοιτητικό συσσίτιο, όπου επί ώρες περίμεναν κάθε μέρα με τα κατσαρολάκια τους για να πάρουν μια κουταλιά μπλιγούρι ή νεροζούμι με λιγοστές φακές, για να κρατηθούν στα πόδια τους.
Λίγα άτομα ήταν στην πλατεία, όταν ακούστηκαν τα πρώτα χειροκροτήματα. Ήταν κάτι το απροσδόκητο. Κάτω από τη μύτη των Γερμανών καί των Ιταλών, ένας φοιτητής ανέβηκε σε μια καρέκλα, καί με βιαστικά λόγια, μίλησε για τους αγώνες καί τίς θυσίες των προγόνων μας του '21, «πού μας δείχνουν καί σήμερα το δρόμο για να λευτερωθούμε από τους καινούργιους τυράννους...».
Τα βαθουλωμένα από την πείνα μάτια του νέου, πετούσαν φλόγες καθώς υπογράμμισε με έμφαση τίς τελευταίες αυτές φράσεις.

Συγχρόνως εκατοντάδες νεανικές φωνές άρχισαν να τραγουδούν το «Μαύρη είναι ή νύχτα στα βουνά». Τα γύρω παράθυρα άνοιξαν, καί οί σκλάβοι Αθηναίοι δεν πίστευαν στα μάτια τους. Χειροκροτήματα ακούστηκαν από παντού. Κάποιος κρατούσε μπροστά μια ελληνική σημαία, καί ή φάλαγγα των διαδηλωτών, συνεχώς μεγάλωνε. Προχώρησαν όλοι, κι έφτασαν στο Κολωνάκι, στην πλατεία Ξανθού, για να στεφανώσουν το άγαλμα του Φιλικού.


Τα πρώτα σύννεφα φάνηκαν λίγο αργότερα. Στήν οδό Σόλωνος, κοντά στη Νομική Σχολή, δύο ζώνες αστυφυλάκων, προσπαθούσαν να φράξουν το δρόμο. Το κύμα όμως των διαδηλωτών ήταν τόσο ορμητικό, πού έσπασε τον κλοιό. Ένας από τους φοιτητές, πλησίασε τον επικεφαλής αστυνόμο καί του υπενθύμισε ότι κι αυτός ήταν Έλληνας καί δεν θα έπρεπε να εκτελεί τίς εντολές των Ιταλών. Εκεί στο Κολωνάκι, μια φοιτήτρια σκαρφάλωσε καί πέρασε το στεφάνι στην προτομή του Ξανθού. 'Από τίς παρόδους όμως είχαν ήδη κάνει την εμφάνιση τους οί Ιταλοί. 

Οί καραμπινιέροι όρμησαν στο πλήθος καί χτυπούσαν με τα κοντάκια των όπλων τους, με σπαθιά, κι άρχισε αληθινή μάχη, ενώ ο σημαιοφόρος, ένα παιδί από τα Δωδεκάνησα αμυνόταν ηρωικά για να μην του πάρουν τη σημαία. Οί φοιτητές ξανασυγκεντρώθηκαν στη Δεξαμενή, όπου έγινε νέα εκδήλωση με καινούργιο ομιλητή, μέσα σε πέλαγος πατριωτικού ενθουσιασμού. Ξαφνικά, ακούστηκαν πυροβολισμοί καί όμοβροντίες. Οί φοιτητές σκόρπισαν χωρίς να καταλάβουν από πού τους χτυπούσαν, θα το συνειδητοποιούσαν λίγο αργότερα. Οί Ιταλοί από τον Λυκαβηττό έριχναν επιθετικές χειροβομβίδες καί πυροβολισμούς.

Οί κατακτητές καί ή προσκυνηματική ψευδοκυβέρνηση, είχαν απαγορεύσει αυτές τίς εκδηλώσεις κι ετοιμάζονταν να... «τιμήσουν» οί ίδιοι την επέτειο, με τελετή στη Μητρόπολη καί στον "Αγνωστο στρατιώτη!.

Οί αρχές Κατοχής ένιωθαν την οργή του λαού, καί προσπαθούσαν να τον κατευνάσουν ύποκρινόμενοι ότι σέβονται τίς εθνικές παραδόσεις. Νωρίς λοιπόν, στον Μητροπολιτικό Ναό, εμφανίσθηκε ο «πρωθυπουργός» Τσολάκογλου, με στολή στρατηγού καί εκπρόσωποι των γερμανικών καί ιταλικών άρχων, οπού παρακολούθησαν τη Λειτουργία. Αμέσως κατόπιν, ό Τσολάκογλου κατευθύνθηκε στο Μνημείο του Άγνωστου, κατέθεσε οτεφάνι καί γονάτισε! Για να συμπληρωθεί ή «παράσταση», την ίδια ώρα πού ό Τσολάκογλου στεφάνωσε τον "Αγνωστο, ό «αντιπρόεδρος» της «κυβερνήσεως» ό Κ. Λογοθετόπουλος, πήγε στο μνημείο των Γερμανών στρατιωτών καί κατέθεσε δάφνινο στεφάνι πού έφερε ταινίες με τα... ελληνικά χρώματα! Παράλληλα, ό «υπουργός Οικονομικών», ό Γκοτζαμάνης μετέβη στο μνημείο των Ιταλών στρατιωτών για τον ίδιο σκοπό... 

Ό «Κουίσλιγκ», ό θλιβερός εκείνος «πρωθυπουργός» Τσολάκογλου, συνεπής προς την παράδοση πού εγκαινίασε έναν χρόνο νωρίτερα στη Μακεδονία, δεν δίστασε να απευθύνει «διάγγελμα» στο λαό καί να εκφωνήσει λόγο από ραδιοφώνου απευθυνόμενος προς την νεολαία, την οποία είχε το θράσος να καλέσει να σταθεί στο πλευρό των... «επαναστάσεων» του φασισμού καί του Έθνικοσοσιαλιομού, διότι «μόνον με τάς νέας ιδέας το έθνος μας δύναται να ευτυχήσει εντός της νέας ευρωπαϊκής καί μεσογειακής τάξεως»!

Καί κατέληξε με την υπόσχεση, δτι «συντόμως θα είμαι είς θέσιν να αναγγείλω την άνάπλασιν των θεσμών μας καί την προσαρμογή των είς το νέον πνεύμα, το όποιον ενσαρκώνει ή Γερμανία του Χίτλερ καί ή Ιταλία του Μουσολίνι. Καί τότε θα καλέσω τους νέους να αναλάβουν είς χείρας των την διεύθυνσιν της Ελλάδος είς όλους τους τομείς...».Σ' αυτήν την προκλητική ομιλία, ή νεολαία απάντησε στον Τσολάκογλου με τον εορτασμό στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. 

Ό καθηγητής Δημ. Ζακυνθινός εκφώνησε έναν ενθουσιώδη πατριωτικό λόγο, πού τέλειωνε με τα λόγια του Ρήγα:
«Ακόμα ταύτη την άνοιξη, ραγιάδες, ραγιάδες...». Το τι έγινε, είναι δύσκολο να περιγραφεί με τη θύελλα των χειροκροτημάτων και' των ζητοκραυγών, ενώ ό χώρος είχε περικυκλωθεί από τους καραμπινιέρους καί τα ελληνόφωνα όργανα τους.

Οι νέοι ξεχύθηκαν στους δρόμους της αδούλωτης Αθήνας, με πρώτους τους ηρωικούς ανάπηρους του πολέμου στην Αλβανία. Λευκοντυμένες νοσοκόμες κυλούσαν τα καροτσάκια τους, ενώ ό κόσμος τους χειροκροτούσε. Φοιτητές, εργάτες, υπάλληλοι καί χιλιάδες λαού ακολούθησαν εκείνη τη μαχητική διαδήλωση.

Οι Ιταλοί πάνω στ' άλογα με γυμνά τα ξίφη, πέσανε πάνω στο πλήθος καί τραυμάτισαν πολλούς, αλλά η διαδήλωση δεν διαλύθηκε. Οί νέοι κατέθεσαν στεφάνι στον Αγνωστο, καί μετά στεφάνωσαν τίς προτομές των ηρώων στο Πεδίο του ΄Αρεως, ενώ μια ατέλειωτη ουρά από μαυροντυμένες γυναίκες πού είχαν χάσει τους δικούς τους στο Μέτωπο, κατευθύνθηκαν με λουλούδια στον "Αγνωστο Στρατιώτη

Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα

Η Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα { 11 Μαΐου 1771 - 22 Μαΐου 1825 } ήταν Ελληνίδα ηρωίδα της Ελληνικής Επανάστασης του 1821.

Νεανικά χρόνια

Με καταγωγή από την Ύδρα, η Λασκαρίνα Μπουμπουλινα, όπως ήταν το όνομά της, γεννήθηκε στις φυλακές της Κωνσταντινούπολης στις 11 Μαΐου 1771, όταν η μητέρα της, Παρασκευώ, επισκέφθηκε τον σύζυγό της και πατέρα της Λασκαρίνας, Σταυριανό Πινότση, ο οποίος ήταν ετοιμοθάνατος και είχε φυλακιστεί εκεί από τους Τούρκους επειδή είχε συμμετάσχει στην επανάσταση της Πελοποννήσου το 1769-1770, τα γνωστά Ορλωφικά. Μετά τον θάνατο του πατέρα της, επέστρεψε μαζί με την χήρα μητέρα της στην Ύδρα όπου έζησαν για τέσσερα χρόνια. Ύστερα μετακόμισαν στις Σπέτσες, όταν η μητέρα της παντρεύτηκε τον καπετάνιο Δημήτριο Λαζάρου-Ορλώφ, από τις Σπέτσες.

Από την παιδική της ηλικία η Λασκαρίνα είχε πάθος με την θάλασσα και με τις ιστορίες ναυτικών, καθώς και με τον Θούριο του Ρήγα Φεραίου για την απελευθέρωση του Eλληνικού έθνους που ήταν υπό τουρκικό ζυγό για 400 περίπου χρόνια. Ήταν μελαχρινή, με ατίθασο χαρακτήρα και αρχοντικό ανάστημα, θάρρος και αποφασιστικότητα, αρχηγός ανάμεσα στα οκτώ ετεροθαλή αδέρφια της.

Παντρεύτηκε για πρώτη φορά το 1788 όταν ήταν 17 χρονών, τον Δημήτριο Γιάννουζα { σκοτώθηκε το 1797 }, με τον οποίο απέκτησε τρία παιδιά. Ο δεύτερος σύζυγός της ήταν ο Δημήτριος Μπούμπουλης, τον οποίο παντρεύτηκε σε ηλικία 30 ετών το 1801 και από τον οποίο πήρε και το όνομα και έγινε γνωστή ως « Μπουμπουλίνα ». Όμως και οι δύο σύζυγοι της, Σπετσιώτες καπεταναίοι, σκοτώθηκαν σε ναυμαχίες εναντίον πειρατών που έκαναν ληστρικές επιδρομές στα παράλια της Ελλάδας. Ειδικά ο Μπούμπουλης σκοτώθηκε το 1811 από βόλι στο μέτωπο, σε ένα από τα ηρωικότερα θαλάσσια κατορθώματα, κατατροπώνοντας δύο Αλγερινά πειρατικά πλοία.

Προεπαναστατικά χρόνια

Το 1811, όταν πέθανε ο δεύτερος σύζυγός της, η Μπουμπουλίνα ήταν 40 ετών πια, χήρεψε για δεύτερη φορά, είχε επτά παιδιά και τεράστια περιουσία την οποία είχε κληρονομήσει από τους συζύγους της, έχοντας υπό την κατοχή της πλοία, γη και χρήματα { τα μετρητά που είχε κληρονομήσει από τον Μπούμπουλη ήταν πάνω από 300.000 τάλαρα }. Κατάφερε να αυξήσει την περιουσία της με σωστή διαχείριση και εμπορικές δραστηριότητες. Αρχικά έγινε συνέταιρος σε αρκετά πλοία ενώ αργότερα κατασκεύασε τρία δικά της, το ένα από τα οποία με το όνομα Αγαμέμνων έγινε πασίγνωστο και ήταν το πρώτο και μεγαλύτερο Eλληνικό πολεμικό πλοίο κατά τη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης του 1821, μήκους 48 πήχεων και έχοντας 18 κανόνια, η ναυπήγηση του οποίου κόστισε 75.000 τάλαρα. Το όνομα αυτό το έδωσε στη ναυαρχίδα της από τον Oμηρικό βασιλιά των Μυκηνών, Αγαμέμνονα, που οδήγησε τους Έλληνες στον Τρωικό πόλεμο. Αυτό δείχνει πόσο τιμούσε η Μπουμπουλίνα την Eλληνική ιστορική της κληρονομιά και τι συμβόλιζε το όνομα του πλοίου της.

Το 1816 η Οθωμανική Αυτοκρατορία θέλησε να κατασχέσει την περιουσία της με τη δικαιολογία ότι τα πλοία του δεύτερου άντρα της, συμμετείχαν με τον Ρωσικό στόλο στον Ρωσοτουρκικό πόλεμο. Τότε η Μπουμπουλίνα πήγε στην Κωνσταντινούπολη με το πλοίο της Κοριέζος, όπου συνάντησε τον Ρώσο, Φιλέλληνα πρεσβευτή Στρογκόνωφ, από τον οποίο ζήτησε να την προστατέψει επικαλούμενη τις υπηρεσίες του συζύγου της στον Ρωσικό στόλο και το γεγονός ότι τα πλοία της είχαν τότε Ρωσική σημαία, βάση της Συνθήκης Κιουτσούκ-Καϊναρτζή μεταξύ Ρωσίας και Τουρκίας, το 1774.  

Τότε εκείνος για να την σώσει από την επικείμενη σύλληψή της από τους Τούρκους, την έστειλε στην Κριμαία της νότιας Ρωσίας, στη Μαύρη Θάλασσα, σε ένα κτήμα που της δόθηκε από τον Τσάρο Αλέξανδρο Α'. Πριν όμως πάει εκεί, κατάφερε να συναντήσει την μητέρα του Σουλτάνου Μαχμούτ Β΄, την Βαλιντέ Σουλτάνα. Η Σουλτάνα εντυπωσιάστηκε από τον χαρακτήρα της Μπουμπουλίνας και έπεισε τον γιο της να υπογράψει φιρμάνι, με το οποίο δεν θα άγγιζε την περιουσία της και δεν θα την συνελάμβανε. Η Μπουμπουλίνα αφού έμεινε στην Κριμαία για περίπου τρεις μήνες περιμένοντας να ηρεμήσει η κατάσταση, έφυγε για στις Σπέτσες όταν κατάλαβε ότι ο κίνδυνος είχε πλέον απομακρυνθεί.

Η Μπουμπουλίνα, έχοντας γίνει ήδη μέλος της Φιλικής Εταιρείας στην Κωνσταντινούπολη, που προετοίμαζε την Ελληνική επανάσταση, και όντας η μόνη γυναίκα που μυήθηκε σε αυτή, στον κατώτερο βαθμό μύησης αφού οι γυναίκες δεν γίνονταν δεκτές, καθώς γυρνούσε στις Σπέτσες, αγόραζε μυστικά όπλα και πολεμοφόδια από τα ξένα λιμάνια, τα οποία μετά έκρυψε στο σπίτι της, ενώ ξεκίνησε την κατασκευή του πλοίου Αγαμέμνων, της ναυαρχίδας της, η οποία ολοκληρώθηκε το 1820. Για τη ναυπήγηση του Αγαμέμνονα καταγγέλθηκε στην Υψηλή Πύλη, ότι ναυπήγησε κρυφά πολεμικό πλοίο, αλλά η Μπουμπουλίνα κατάφερε να ολοκληρώσει την κατασκευή του δωροδοκώντας τον απεσταλμένο Τούρκο επιθεωρητή στις Σπέτσες και πετυχαίνοντας την εξορία αυτών που την κατήγγειλαν.
Το 1819 η Μπουμπουλίνα επισκέφθηκε και πάλι την Κωνσταντινούπολη.

Επανάσταση

Όταν ξεκίνησε η Ελληνική επανάσταση, είχε σχηματίσει δικό της εκστρατευτικό σώμα από Σπετσιώτες, τους οποίους αποκαλούσε « Γενναία μου παλικάρια ». Είχε αναλάβει να αρματώνει, να συντηρεί και να πληρώνει τον στρατό αυτό μόνη της όπως έκανε και με τα πλοία της και τα πληρώματά τους, κάτι που συνεχίστηκε επί σειρά ετών και την έκανε να ξοδέψει πολλά χρήματα για να καταφέρει να περικυκλώσει τα Τουρκικά οχυρά, το Ναύπλιο και την Τρίπολη. Έτσι τα δύο πρώτα χρόνια της επανάστασης είχε ξοδέψει όλη της την περιουσία.

Στις 13 Μαρτίου 1821, στο λιμάνι των Σπετσών, η Μπουμπουλίνα ύψωσε στο κατάρτι του πλοίου Αγαμέμνων την δική της επαναστατική σημαία, την οποία χαιρέτησε με κανονιοβολισμούς. Η σημαία αυτή είχε κόκκινο περίγυρο και μπλε φόντο και απεικόνιζε έναν βυζαντινό μονοκέφαλο αετό ο οποίος κρατούσε μια άγκυρα και έναν φοίνικα. Ο αετός ο οποίος είχε τα φτερά γυρισμένα προς τα κάτω, συμβόλιζε το σκλαβωμένο Ελληνικό έθνος, το οποίο θα αναγεννιόταν όπως ο φοίνικας με την βοήθεια του Ναυτικού, το οποίο συμβόλιζε η άγκυρα. Το λάβαρο αυτό η Μπουμπουλίνα το εμπνεύστηκε από το λάβαρο της βυζαντινής Δυναστείας των Κομνηνών. Στις 3 Απριλίου και ανήμερα των Βαΐων, οι Σπέτσες, πρώτες από όλα τα νησιά, επαναστατούν ενώ το Μάιο οι Σπέτσες, η Ύδρα και τα Ψαρά αποτελούσαν τις μεγαλύτερες ναυτικές δυνάμεις της επαναστατημένης Ελλάδας.

Η Μπουμπουλίνα, ως επικεφαλής μοίρας πλοίων - 8 πλοία, από τα οποία τρία ήταν δικά της - έπλευσε προς το Ναύπλιο το οποίο ήταν ένα απόρθητο οχυρό εφοδιασμένο με 300 κανόνια και αποτελούμενο από τρία φρούρια, το Μπούρτζι, την Ακροναυπλία και το Παλαμήδι. Τα πληρώματα του στόλου της αποβιβάστηκαν στο κοντινό λιμάνι, στους Μύλους του Άργους { δίπλα στην αρχαία Λέρνα } και με τον ενθουσιασμό της έδωσε θάρρος στο πλήρωμά της και στους Αργείους για την πολιορκία του Ναυπλίου, που είναι μια απαράμιλλη πράξη ηρωισμού. Αρχικά έδινε κατευθύνσεις στους άντρες της και αργότερα συμμετείχε η ίδια στην μάχη.

Εκτός από την πολιορκία του Ναυπλίου, πήρε μέρος στον ναυτικό αποκλεισμό της Μονεμβασιάς και στην παράδοση του κάστρου της, καθώς και στην πολιορκία του Νεοκάστρου της Πύλου και τον ανεφοδιασμό του Γαλαξιδίου, όπου κυβερνήτες ήταν τα παιδιά και τα αδέλφια της. Στη μάχη του Χάραδρου κοντά στο Άργος, ένα σώμα Σπετσιωτών πολεμιστών αντιμετώπισε 2.000 Τουρκαλβανούς, οι οποίοι είχαν σταλεί από τον Χουρσίτ Πασά με επικεφαλής τον Βελή-μπέη, με σκοπό την εκκαθάριση της Πελοποννήσου από τους εξεγερμένους Έλληνες. Εκεί ο γιος της Μπουμπουλίνας, Γιάννης Γιάννουζας, ο οποίος ήταν και ο αρχηγός του σώματος αυτού, σκοτώθηκε ηρωϊκά. Αυτή η μάχη έδωσε χρόνο στους άοπλους Αργείους να τρέξουν και να κρυφτούν στα γύρω βουνά.


Στις 11 Σεπτεμβρίου 1821 κατά την άλωση της Τριπολιτσάς, η Μπουμπουλίνα βοήθησε να σωθεί το χαρέμι του Χουρσίτ Πασά με κίνδυνο της ζωής της, γιατί όπως λέγεται είχε υποσχεθεί στην Σουλτάνα όταν την είχε συναντήσει στην Κωνσταντινούπολη για βοήθεια το 1816, ότι οποιαδήποτε Τουρκάλα της ζητούσε βοήθεια, αυτή θα της την έδινε. Έτσι η γυναίκα του Πασά που της ζήτησε να σώσει το χαρέμι, την ευχαρίστησε που έσωσε τις γυναίκες του χαρεμιού και τα παιδιά τους. Πριν την άλωση της Τριπολιτσάς, η Μπουμπουλίνα έφτασε έφιππη στο Ελληνικό στρατόπεδο έξω από την πόλη όπου συνάντησε τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, η φιλία και ο αλληλοσεβασμός των οποίων οδήγησε στο να παντρευτούν τα παιδιά τους Πάνος Κολοκοτρώνης και Ελένη Μπούμπουλη. Η Μπουμπουλίνα έπαιρνε μέρος στα πολεμικά συμβούλια και στις αποφάσεις ως ισάξια των άλλων οπλαρχηγών, της απονέμεται ο τίτλος της « Καπετάνισσας » και της « Μεγάλης Κυράς ».

Μετεπαναστατικά Χρόνια

Μετά την κατάληψη του Ναυπλίου από τους Έλληνες στις 30 Νοεμβρίου 1822, το νεοσύστατο κράτος της έδωσε κλήρο στην πόλη ως ανταμοιβή για την προσφορά της στο έθνος και η Μπουμπουλίνα εγκαταστάθηκε εκεί. Στα τέλη του 1824, η Ελλάδα υποφέρει από τον δεύτερο εμφύλιο πόλεμο, όπου η Κυβέρνηση Κουντουριώτη { Η κυβέρνηση των Καπεταναίων των νησιών } υπερισχύει του συνασπισμού των Κοτζαμπάσηδων και των Στρατιωτικών της Πελοποννήσου, με αποτέλεσμα ο Πάνος Κολοκοτρώνης, που διατελούσε φρούραρχος Ναυπλίου, να δολοφονηθεί και ο Κολοκοτρώνης να συλληφθεί και να φυλακιστεί μαζί με άλλους οπλαρχηγούς σε ένα μοναστήρι της Ύδρας, τον Προφήτη Ηλία. Η Μπουμπουλίνα αντέδρασε και ζήτησε την αποφυλάκιση του Κολοκοτρώνη, λόγω του σεβασμού που έτρεφε προς αυτόν. Τότε η ίδια κρίνεται επικίνδυνη από την Κυβέρνηση και συλλαμβάνεται δύο φορές από το Υπουργείο Αστυνομίας με εντολή να φυλακιστεί. Τελικά η Μπουμπουλίνα εξορίστηκε στις Σπέτσες χάνοντας τον κλήρο γης που το Κράτος της είχε παραχωρήσει στο Ναύπλιο.

Το 1825 και ενώ η Μπουμπουλίνα ζούσε στις Σπέτσες, πικραμένη από τους πολιτικούς και την εξέλιξη του Αγώνα και έχοντας ξοδέψει όλη την περιουσία της στον πόλεμο, η Ελλάδα βρέθηκε ξανά σε μεγάλο κίνδυνο. Στις 12 Φεβρουαρίου ο Αιγύπτιος ναύαρχος Ιμπραήμ Πασάς με έναν Τουρκο-Αιγυπτιακό στόλο, αποβιβάζεται στο λιμάνι της Πύλου στην Πελοπόννησο με 4.400 άντρες, σε μια τελευταία προσπάθεια να σταματήσει την επανάσταση. Η Μπουμπουλίνα, παραμερίζοντας την δυσαρέσκειά της για τους πολιτικούς και καθοδηγούμενη μόνο από την φιλοπατρία της, άρχισε να προετοιμάζεται για νέες μάχες.

Όμως τότε ήρθε το άδοξο τέλος της, στις 22 Μαΐου 1825 και στο σπίτι του πρώτου άντρα της Δημήτριου Γιάννουζα, όταν πάνω σε μια φιλονικία με μέλη της οικογένειας Κούτση εξαιτίας του ότι ο γιος της Μπουμπουλίνας, Γεώργιος Γιάννουζας, είχε κλεφτεί με την κόρη του Χριστόδουλου Κούτση, Ευγενία, κάποιος από την οικογένεια Κούτση την σκότωσε. Μάλιστα εναντίον της ήταν και ο ετεροθαλής αδελφός της ο οποίος είχε παντρευτεί την αδερφή της Ευγενίας Κούτση.

Έτσι η Μπουμπουλίνα, που αφιέρωσε όλη της τη ζωή για την απελευθέρωση του έθνους της, σκοτώθηκε άδοξα. Οι Ρώσοι μετά τον θάνατό της, της απένειμαν τον τίτλο της « Ναυάρχου », έναν τίτλο με παγκόσμια μοναδικότητα για γυναικεία μορφή

.http://www.ideografhmata.gr

Δευτέρα 21 Μαρτίου 2011

Ετυμολογικά τής κρίσεως.

Επειδή το τού Αντισθένους «αρχή επιστήμης η των ονομάτων επίσκεψις» είναι πάντοτε χρήσιμο, θα επιχειρήσουμε μια αναγωγή στην προέλευση των λέξεων που χρησιμοποιούμε αυτόν τον καιρό για την οικονομική κρίση. 
             
          Εν πρώτοις η ίδια η λέξη κρίση (< κρίνω) έφυγε από μάς ως «νοητική διεργασία που καταλήγει σε εκτιμήσεις, σκέψεις και αποφάσεις» αλλά και ως «κακή κατάσταση για νόσους» (κρίσιμη) και μάς γύρισε πίσω ως «κακή έκβαση στα οικονομικά», μέσω των γαλλ. crise και αγγλ. crisis, ευτυχώς όχι ως δάνειο, αλλά ως «αντιδάνειο» ! 
 
        Το δάνειο, ο οικονομικός μας εφιάλτης, ανάγεται στο ρήμα δίδω (αρχ. δίδωμι), ξεκινώντας από τη λέξη δάνος (το), μια λέξη που –κατά τραγική ειρωνεία– σήμαινε «το δώρο». Άμποτε το δάνειό μας να ήταν δώρο των Ευρωπαίων εταίρων μας με πιο ανθρώπινους όρους, αντίδωρον ανθ’ ων έλαβον... Μακάρι να είχαν πραγματικά «ευρείς ώπας», ώστε να μπορούν να δουν ότι ως Ευρ-ώπη άλλη στάση θα έπρεπε να τηρούν στους «πρωτοτυπικά» Ευρωπαίους. 
 
          Είναι να διερωτάται κανείς πώς μια «άγια λέξη» τής Ελληνικής, η λέξη χρη που δήλωσε το «πρέπει, ό,τι γεννά υποχρέωση ή ανάγκη», έδωσε δύο λέξεις-κλειδιά τής καθημερινής ζωής των Ελλήνων από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, τις λέξεις χρήμα και χρέος. Χρήματα είναι ό,τι χρειάζεται κανείς, ό,τι αποκτά (η κινητή περιουσία), ό,τι χρησιμοποιεί για τις συναλλαγές και τις ανάγκες του (τα λεφτά < λεπτόν νόμισμα) και γενικότερα ό,τι χρησιμοποιεί (τα πράγματα) : χρήματα δε λέγομεν πάντα όσων η αξία νομίσματι μετρείται (Αριστοτέλης)∙ αλλού (στον Ισοκράτη) λέγεται η φράση «ούτε πήρα ούτε ακούμπησα τα λεφτά» : εγώ δ’ υμίν παρέξομαι μάρτυρας ως ούτ’ επελαβόμην ούτ’ εφηψάμην των χρημάτων ( σαν κάτι να μας θυμίζει…).  

             Χρέος εξάλλου είναι ό,τι υποχρεούται να χρησιμοποιήσει κανείς για να καλύψει ανάγκες, η οφειλή από δάνειο (χρέος διδόναι, χρέος λαμβάνειν, χρέος αποδιδόναι). Οι δανειστές μας το επί την τράπεζαν χρέως (Δημοσθένης) και χρέα επί τόκοις οφειλόμενα (Ισαίος) απαιτούν σήμερα εκπληρώσαι το χρέος άπαν (Πλάτων). 

            Αναδιάρθρωση τού χρέους (< απόδοση τού αγγλ. restructuring) δεν είναι επιθυμητή. Προτιμούμε την επιμήκυνση (όχι –προς Θεού– τού χρέους, αλλά ) τού χρόνου αποπληρωμής τού χρέους. Ωστόσο, θα επιθυμούσαμε περισσότερο χρειών λύσιν (Ησίοδος) και ακόμη περισσότερο (και για τις εσωτερικές μας οικονομικές υποχρεώσεις) την Σολώνεια σεισάχθεια (την απόσειση κάθε άχθους, κάθε βάρους). Τι ανακούφιση θα ήταν για τη χώρα μας, αν οι Ευρωπαίοι και οι τού Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου δανειστές μας μιμούνταν τον Καίσαρα, ο οποίος σεισαχθεία τινί τόκων εκούφιζε τους χρεωφειλέτας ! Αντ’ αυτού ακόμη και γνωστοί Ευρωπαίοι ηγέτες εκστομίζουν ότι «δεν έχουν κανένα χρέος στον Έλληνα», επαναλαμβάνοντας το τού Δαρείου έχω χρέος ειπείν ουδέν ανδρός Έλληνος (Ηρόδοτος), που μεταφράζεται στο λεξικό Liddell – Scott «I know of nothing that I owe to any man of Greece»!

          Σκέπτομαι πως ίσως οι αγγλόφωνοι ιδίως Ευρωπαίοι να μάς έχουν χρεώσει ότι διά τού αρχαίου τάξις, που σήμαινε και «την αναλογική φορολόγηση, αποτίμηση», τους φορτώσαμε μέσω τού λατινικού taxa «φόρος» τη λέξη και την απεχθή σημασία tax «φόρος» και taxation «φορολογία». Βεβαίως, φόρο (< φέρω) και φορολογία είχαμε στην Ελλάδα από αρχαιοτάτων χρόνων και φόρου υποτελείς έχουμε υπάρξει για χρόνια και κεφαλικό φόρο έχουμε πληρώσει, το λεγόμενο χαράτσι ( από τουρκ. harac, που προέρχεται από το αραβικό haradj, το οποίο ίσως ανάγεται στο ελληνικό χορηγία), αλλά δάσκαλοι τής φοροδιαφυγής, φαίνεται ότι ήταν οι Άγγλοι, από τους οποίους πήραμε τη λέξη tax evador, που αποδώσαμε ως φοροφυγάς. Βέβαια, ελληνικότατο είναι το φορομπήχτης (εφημ. «Άστυ», 1892), επικρατήσαν τής ευγενέστερης λέξης φοροτόκος κυβέρνησις (εφημ. «Ακρόπολις», 1886). 
 
          Επ’ ευκαιρία, τα τέλη που πληρώνουμε πάνε πολύ πίσω στην κλασική περίοδο και η ετυμολογική σύνδεση τής λέξης με τη ρίζα απ’ όπου τα τάλας, ταλανίζω, ταλαίπωρος δείχνει πώς έβλεπαν από παλιά τέτοιες επιβαρύνσεις. Χαρακτηριστικό είναι ότι ο εισπράκτωρ τελών των χρόνων εκείνων, ο τελώνης απέκτησε αρνητική σημασία («πάντες τελώναι, πάντες εισίν άρπαγες») και συνδέθηκε ακόμη και με τα τελώνια, τα στοιχειά, τα δαιμόνια, γιατί τάχα δαίμονες άρπαζαν ψυχές νεκρών από τους αγγέλους για να τους «φορολογήσουν»! 
 
          Ενδιαφέρον έχει και η λέξη ασύδοτος (και ασυδοσία) που πλάστηκε το 1805 από τον Αδαμάντιο Κοραή, για να δηλώσει αυτόν που δεν πληρώνει φόρους, που δεν «συν-δίδει», που είναι φορολογικά α-σύνδοτος ( > ασύδοτος), δεν συνεισφέρει στα φορολογικά βάρη και γενικότερα δεν έχει συναίσθηση των υποχρεώσεών του.

          Τέλος, ας δούμε την προέλευση τής λέξης συνδικαλιστής που είναι επίσης στην επικαιρότητα. Πρόκειται για την αρχαία ελληνική λέξη σύνδικος «συνήγορος, υπερασπιστής», που στη δημώδη Λατινική έγινε syndicus «ο εκπρόσωπος πόλεως», για να περάσει (ήδη το 1257) στη Γαλλική ως syndique «ο υπερασπιστής των δικαιωμάτων μιας κοινότητας (αρχικά εκκλησιαστικής)», απ’ όπου ξαναγύρισε αργότερα στην Ελληνική («αντιδάνειο») με τα ομόρριζα συνδικάτο, συνδικαλισμός, συνδικαλιστής. Αξίζει να σημειωθεί ότι στην αθηναϊκή δημοκρατία οι σύνδικοι ήταν συνήγοροι και εκπρόσωποι τού δημοσίου (πόλεως, φυλών), ιδίως ενώπιον ξένων δικαστηρίων, αργότερα δε και δικαστές. Οι νομικοί υπερασπιστές ιδιωτών αποκαλούνταν συνήγοροι, και οι τού δημοσίου σύνδικοι. Έτσι και οι συνδικαλιστές (κυρίως από τον 16ο αιώνα) ξεκίνησαν ως εκπρόσωποι και υπερασπιστές των συμφερόντων ομάδων εργαζομένων με υψηλό τότε κύρος και γενικότερη εκτίμηση. 
 
          Θα τελειώσω με την τρόικα. Ρωσική λέξη, ξεκίνησε ως «άμαξα με τρία άλογα» και εξελίχθηκε μεταφορικά στη σημασία «τριανδρία», ειδικότερα σε «πολιτική ηγεσία τριών προσώπων» (Ιωσήφ Στάλιν, Γκριγκόρι Ζινόβιεφ και Λέων Καμένεφ). Για τους Έλληνες σήμερα έχει αποκτήσει πλήθος συνδηλώσεων και υφολογικών αποχρώσεων.


Εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ 


20 Μαρτίου 2011

Παρασκευή 18 Μαρτίου 2011

Ελύτης: Πραγματική Ελληνική Ταυτότητα


«Έτσι μπορέσαμε να δούμε καλύτερα την πραγματική μας ταυτότητα. Και αυτό πρέπει να το καταλάβουμε καλά. Δηλαδή, αυτό που θαυμάζουμε στην ελληνική τέχνη της ακμής, δεν είναι αυτό που συνεχίσανε οι δυτικοί με τις κολώνες και με τις μετόπες των ανακτόρων τους.
Είναι τούτο: η ελληνικότητα σαν τρόπος του να βλέπεις και να κάνεις τα πράγματα, κατά τη γνώμη μου, συνεχίστηκε αποκλειστικά και μόνο από τον λαϊκό μας πολιτισμό.
Θέλω να πω ότι μία αυλή σπιτιού με τα πέτρινα σκαλάκια, με τους ασβεστωμένους τοίχους, με τα γεράνια στον τενεκέ, ή ένας περίβολος μοναστηριού με το πηγάδι, με τα κελιά, με τις καμάρες, είναι πολύ πιο κοντά στο πνεύμα που γέννησε τους Απόλλωνες και τις Νίκες ή τις Θεομήτορες και τους οσίους, παρά οι ποιμενικές σκηνές και τα ροζ αγγελάκια που έκαναν οι μετρ της Αναγεννήσεως»
Οδυσσέας Ελύτης
Αυτοπροσωπογραφία σε λόγο προφορικό

Πέμπτη 17 Μαρτίου 2011

Ο ΕΘΝΙΚΟΣ ΥΜΝΟΣ ΤΗΣ ''ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗΣ ΔΥΤΙΚΗΣ ΘΡΑΚΗΣ''

                                                                         Χάρτης Αρχαίου κόσμου
Να λοιπόν ο "εθνικός (!)  ύμνος της δ.Θράκης'', που γράφτηκε από τον Σουλειμάν Ασκερί : 
VIDEO - μουσική!

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ....

Ω γνήσιο τέκνο των Τούρκων της Δυτικής Θράκης τι ευτυχία σε σένα
Εσύ με το αίμα σου έδωσες ζωή στον πόλεμο της ανεξαρτησίας.
Ο τρανός σου ηρωισμός χαράχτηκε σε κάθε μεριά του σύμπαντος.
Προσοχή στέκονται τα έθνη ενώπιον της εθνικής σου σημαίας.
Τα χώματα που πατάς είναι γεμάτα από τους δοξασμένους σου ήρωες.
Οι εχθροί δεν μπορούν να ενοχλήσουν την μεγαλόπρεπη ψυχή των ηρώων σου.
Τι μεγαλοπρεπής τιμή προς την σημαία σωτηρίας με την οποία
τυλίχτηκαν οι δοξασμένοι ήρωες, να θάβεσαι στο χώμα των προγόνων.
Στην πατρίδα σου πνέει άνεμος ελευθερίας και ανεξαρτησίας
Οι γενναίοι αγωνιστές ανατρέπουν αυτήν την βρώμικη σκλαβιά.
Δεν υπάρχει ποτέ επιστροφή από αυτόν τον δοξασμένο πόλεμο ανεξαρτησίας !
Μπροστά μας ακόμα και ατσάλινοι στρατοί να βγούνε δεν μας τρομάζουν!
Εμείς για την εθνική ανεξαρτησία, διαβήκαμε τον Έβρο και τον Νέστο
Φτάσαμε στον στόχο μας νικώντας, συντρίβοντας όλους τους εισβολείς
Ανοίξαμε στα Βαλκάνια περίοδο μιας δοξασμένης δημοκρατίας
Εμείς για πρώτη φορά ανάψαμε την δάδα της ελευθερίας.
Αυτή η σημαία θα κυματίζει, αυτή η δημοκρατία θα ζήσει.
Οι εχθροί απέναντι μας, πανικόβλητοι θα φύγουν !
Είμαστε εγγόνια ενός έθνους που χιλιάδες χρόνια ζει ελεύθερο,
εκείνο δημιούργησε τις στέπες, είμαστε λιοντάρια, γεράκια των ουρανών.
Πάντα οι έφοδοι των αγωνιστών θυμίζουν φουρτούνες.
Στον πόλεμο οι εχθροί λιποθυμούνε από τον τρόμο του μεγαλείου μας.
Η Δημοκρατία της Δυτικής Θράκη θα ζήσει, θα ζήσει !
Τα έθνη θα τα χάσουν μπροστά στην πρόοδο μας !
Ω γλυκιά Δυτική Θράκη !.
Να λοιπόν σώθηκες από την σκλαβιά.
Ω εχθροί!. Μη νομίζετε πως το έθνος αυτό κουράστηκε από τους πολέμους
Οσονούπω θα κυματίσει στη χώρα η μεγαλοπρεπής σημαία της Δημοκρατίας,
Όλοι αυτοί οι Δυτικοθρακιώτες μέχρι τον αιώνα τον άπαντα θα ζήσουν ελεύθεροι!


{αναδημοσιευση}
http://wwwtrito-mati.blogspot.com/

ΣΧΟΛΙΟ
Οι πιό μετριοπαθείς εκτιμήσεις κάθε λογικού αναλυτή εκτιμούν ότι την επόμενη δεκαετία είναι πολύ πιθανόν να προκληθεί ανάφλεξη στο χώρο της Θράκης, με απρόβλεπτες συνέπειες. Το παραπάνω εγχείρημα δείχνει πόσο υπομονετικοί, μεθοδικοί και σταθεροί είναι οι εξ Ανατολών γείτονές μας. Είδομεν!   
 
Άραγες είχε δίκιο ο Ένγκελς όταν έγραφε (7-4-1853) για την τουρκική παρουσία στα Βαλκάνια ότι:
«Η παρουσία των Τούρκων στην Ευρώπη αποτελεί πραγματικό εμπόδιο στην ανάπτυξη των δυνατοτήτων της θρακοϊλλυρικής χερσονήσου»

Δευτέρα 14 Μαρτίου 2011

Ευαγόρας Παλληκαρίδης

Θα πάρω μιαν ανηφοριά
θα πάρω μονοπάτια
να βρω τα σκαλοπάτια
που παν στη λευτεριά».
 
13 Μαρτίου του 1957 Κύπρος, Λευκωσία. Ο 19χρονος μαθητής του Ελληνικού Γυμνασίου Πάφου, Ευαγόρας Παλληκαρίδης οδηγείται από τους Άγγλους δήμιους, στην αγχόνη. Παρά τις απεγνωσμένες εκκλήσεις για απονομή χάριτος, η βασίλισσα Ελισάβετ και το δολοφονικό όργανό της στην Κύπρο, ο Κυβερνήτης Χάρτινγκ, αρνούνται πεισμόνως.


Ο εθνομάρτυρας ανεβαίνει γαλήνιος τα σκαλοπάτια της θυσίας και της δόξας. Το εικονοστάσι του Γένους, το Συναξάρι της πατρίδας λαμπρύνεται μ’ έναν ακόμη ήρωα.
Στις 5-12-1955 ο Ευαγόρας άφηνε τα μαθητικά θρανία και ανέβαινε «κλέφτης στα βουνά» προσχωρούσε στην θρυλική Ε.Ο.Κ.Α. Γράφει ο πατέρας του Μιλτιάδης Παλληκαρίδης:

«Φεύγοντας από το σπίτι ο Ευαγόρας, κατά τις 4 μ.μ. επέρασεν από το Ελληνικό Γυμνάσιο Πάφου, και αφήνει επί της έδρας το εγερτήριο σάλπισμά του. Και γράφει προς τους συμμαθητές του, και γράφει προς τους φίλους, γράφει σε κάθε τίμιο μαθητή, γράφει σε κάθε Κύπριο: 



Παλιοί συμμαθηταί:
Αυτή την ώρα κάποιος λείπει ανάμεσά σας∙ κάποιος που φεύγει αναζητώντας λίγον ελεύθερο αέρα∙ κάποιος που μπορεί να μην το ξαναδείτε, παρά μόνο νεκρό. Μην κλάψετε στον τάφο του. Δεν κάνει να τον κλαίτε. Λίγα λουλούδια του Μαγιού σκορπάτε του στον τάφο. Του φτάνει αυτό μονάχα».

Και στη συνέχεια γράφει στον μαυροπίνακα ο ήρωας – ποιητής τον «Θούριο» του: «Θα πάρω μιαν ανηφοριά/ θα πάρω μονοπάτια…».

Το ποίημα αποτελούμενο από 8 στροφές τελειώνει με την εξής προφητική για την ζωή του:

« Κόρη πανώρια θα της πω
άνοιξε τα φτερά σου
και πάρε με κοντά σου
μονάχα αυτό ζητώ».
 
(Από το βιβλίο: «Ευαγόρας Παλληκαρίδης, ο έφηβος ποιητής και ηρωομάρτυρας», Π. Στυλιανού, Λευκωσία 1986).
Σήμερα το μνήμα του, κενό γιατί οι Άγγλοι έκαιγαν με ασβέστη τα λείψανα των αγωνιστών, βρίσκεται στα «Φυλακισμένα Μνήματα» της Λευκωσίας, μαζί με τους άλλους αντρειωμένους που ο θάνατός τους θάνατος δε λογιέται.


Έγραφε ο Σεφέρης τον Οκτώβρη του 1954 στην αδελφή του Ιωάννα από την Κύπρο για τους Κύπριους:

«Ένας πιστός λαός, πεισματάρικα και ήπια σταθερός. Για σκέψου πόσοι και πόσοι πέρασαν από πάνω τους. Σταυροφόροι, Βενετσιάνοι, Τούρκοι, Εγγλέζοι – 900 χρόνια. Είναι αφάνταστο πόσοι πιστοί στον εαυτό τους έμειναν και πόσο ασήμαντα ξέβαψαν οι διάφοροι αφεντάδες πάνω τους. Και τώρα γράφουν στους τοίχους των χωριών τους: «Θέλωμεν την Ελλάδα μας κι ας τρώγωμεν πέτρες…». 


(Ν. Ορφανίδη, «Η πολιτική διάσταση της ποίησης του Γ. Σεφέρη», εκδ. «ΑΣΤΗΡ», σελ. 171). 

 Στο άκουσμα του θανάτου του Ευαγόρα Παλληκαρίδη ο Δωδεκανήσιος Φώτης Βαρέλης έγραψε ένα εξαίσιο ποίημα, το οποίο ο ραδιοσταθμός της Λευκωσίας το μετέδωσε τότε ως δημοτικό κυπριακό τραγούδι. Το παραθέτω:

«Εψές πουρνό μεσάνυχτα στης φυλακής τη μάντρα
μες στης κρεμάλας τη θελιά σπαρτάραγε ο Βαγόρας.
Σπαρτάρησε, ξεψύχησε, δεν τ’ άκουσε κανένας.
Η μάνα του ήταν μακριά, ο κύρης τους δεμένος,
οι νιοι συμμαθητάδες του μαύρο όνειρο δεν είδαν,
η νια που τον ορμήνευε δεν είχε νυχτοπούλι.
Εψές πουρνό μεσάνυχτα θάψαν τον Ευαγόρα.
Σήμερα Σάββατο ταχιά όλη η ζωή σαν πρώτα.
Ετούτος πάει στο μαγαζί, εκείνος πάει στον κάμπο,
ψηλώνει ο χτίστης εκκλησιά, πανί απλώνει ο ναύτης,
και στο σκολειόν ο μαθητής συλλογισμένος πάει.
Χτυπά κουδούνι, μπαίνουνε στην τάξη του ο καθένας.
Μπαίνει κι η πρώτη η άταχτη κι η Τρίτη που διαβάζει,
μπαίνει κι η Πέμπτη αμίλητη, η τάξη του Ευαγόρα.
- Παρόντες όλοι;
- Κύριε, ο Ευαγόρας λείπει.
- Παρόντες, λέει ο δάσκαλος∙ και με φωνή που τρέμει:
- Σήκω Ευαγόρα, να μας πεις ελληνική ιστορία.
Ο δίπλα, ο πίσω, ο μπροστά, βουβοί και δακρυσμένοι,
αναρωτιούνται στην αρχή, ώσπου η σιωπή τους κάμνει
να πέσουν μ’ αναφιλητά ετούτοι κι όλη η τάξη.
- Παλληκαρίδη, άριστα, Βαγόρα, πάντα πρώτος,
στους πρώτους πρώτος, άγγελε πατρίδας δοξασμένης,
συ μέχρι χθες της μάνας σου ελπίδα κι αποκούμπι,
και του σχολειού μας σήμερα Δευτέρα Παρουσία.
Τα ‘πε κι απλώθηκε σιωπή πα’ σα κλαμένα νιάτα,
που μπρούμυτα γεμίζανε της τάξης τα θρανία,
έξω απ’ εκείνο τ’ αδειανό, παντοτινά γεμάτο».


Αυτό το αριστούργημα περιεχόταν στο παλιό - προ του 2006 - βιβλίο Γλώσσας της Στ΄ Δημοτικού, στο γ΄ τεύχος. (...)


                                                                                                     Νατσιός Δημήτρης  

Το εύφλεκτο σώμα της Ιστορίας


Κι όμως. Ολη αυτή η φωτιά που καίει πανίσχυρα καθεστώτα (και άγνωστο τι είδους γενικότερες ανακατατάξεις θα προκαλέσει τελικά στο πέρασμά της) πυροδοτήθηκε από έναν κανένα: 

Πρωτοξέσπασε πάνω στο ταπεινότατο σώμα του εικοσιεξάχρονου μικροπωλητή Μοχάμεντ Μπουαζίζι. Την 17 Δεκεμβρίου 2010, στο παγκοσμίως άγνωστο Σίντι Μπουζίντ της Τυνησίας, ένας άνθρωπος που νιώθει αδικημένος και εξευτελισμένος, αποφασίζει, όχι προμελετημένα, αλλά πάνω στην απελπισία της στιγμής, να αυτοπυρποληθεί. 

Η κατάσχεση των εμπορευμάτων του και της ζυγαριάς του, ένα χαστούκι από τη δημοτική αστυνόμο όταν προσπαθεί να αντιδράσει, και η άρνηση στη συνέχεια των τοπικών αρχών να δεχθούν να ακούσουν τη διαμαρτυρία του, φαίνεται πως είναι αρκετά. 

Τίποτα πιο εμπρηστικό από την αδικία και μάλιστα την αδικία που συμβαίνει από εκπροσώπους της εξουσίας, την αδικία την οπλισμένη με τη δύναμη της έννομης τάξης. Λούζεται με εύφλεκτο υγρό και καίγεται μπροστά στο κτίριο όπου δεν δέχτηκαν να τον ακούσουν. Μέρες αργότερα θα υποκύψει στα τραύματά του. Η φωτιά παίρνει απρόβλεπτες διαστάσεις.

Η Ιστορία αρχίζει να γράφεται όχι με αφορμή έναν ηρωισμό, αλλά με αφορμή μια συντριβή. Δεν είναι μάρτυρας συνειδητός. Δεν το κάνει για να αλλάξει τον κόσμο. Το κάνει γιατί δεν αντέχει τον κόσμο που ζει. Δεν είναι ένας επαναστάτης πολιτικός. Αν είναι κάτι, είναι υπαρξιακός επαναστάτης. Δεν αντιστέκομαι σε σας που με αδικείτε. Αντιστέκομαι στο άδικό σας. Αυτό δεν αντέχω. Αυτό δεν μπορώ. Και για αυτό καίγομαι. Δεν καίγομαι κοιτάζοντας την Ιστορία. Κοιτάζω με απόγνωση την προσωπική μου ιστορία. 

Καίγεται για να δείξει σε αυτούς που τον αδίκησαν πόσο τον αδίκησαν. Και το δικό του διάβημα θυμίζει ξαφνικά σε λαούς ολόκληρους πόσο τους αδικούν. Πόσο τους καταπιέζουν. Κι έτσι, η έσχατη αδυναμία του ενός μετατρέπεται σε υπέρτατη δύναμη των πολλών, η οποία ανατρέπει εξουσιαστές δεκαετιών. 

Ο ανήμπορος φλεγόμενος ένας μετατρέπεται σε γεμάτους δύναμη φλεγόμενους λαούς. Το επί δεκαετίες αδιανόητο, ακαριαία φαντάζει επιτακτικό. Και σύντομα -τόσο σύντομα- νομοτελειακό. Ακριβώς επειδή έπαψε να είναι αδιανόητο. Ακριβώς επειδή οι πολλοί τόλμησαν να διανοηθούν πως αυτό που ποθούν να γίνει, μπορεί να γίνει. Η κανονικότητα του φόβου, της αδράνειας, της αποδοχής της καθεστηκυίας τάξης πραγμάτων μετατρέπεται σε χρόνο διαφορετικής υφής, σε χρόνο ανατρεπτικό, σε χρόνο επαναστατημένο, σε χρόνο που γράφει την Ιστορία.

Το κάθε καθεστώς μπορεί να σταθεί μόνο εφόσον το επιτρέπουν οι πολίτες του. Και αυτοί το επιτρέπουν είτε επειδή το νομιμοποιούν είτε επειδή το τρέμουν. Στην ευρύτερη περιοχή, η νομιμοποίηση είχε εξαφανιστεί και το μόνο που έμενε να συντηρεί τα καθεστώτα ήταν ο φόβος. Αλλά έτσι και φύγει ο φόβος, έφυγε.

Γι’ αυτό το παιχνίδι παίζεται πάντα στην πρόληψη του ξεσπάσματος και της εξάπλωσης της φωτιάς. Απαξ και εξαπλωθεί, ο γυρισμός φαίνεται αδύνατος.

Και κάπως έτσι συνεχίζει να γράφεται η ανθρώπινη Ιστορία: έτοιμη να μπει σε καινούργια της κεφάλαια κάθε φορά που έχουν ωριμάσει οι συνθήκες, εξαρτώντας όμως την εκκίνηση του κάθε κεφαλαίου από γεγονότα τυχαία, απρόβλεπτα, εν τέλει χαώδη, χαώδη όσο ο ψυχισμός ενός μικροπωλητή, που ένα πρωί τον κέρδισε η απόγνωση.

Του Κωστα Κωστακου, μπλογκ- http://old-boy.blogspot.com

Σάββατο 12 Μαρτίου 2011

Ποίημα του Σαρλ Μπωντλαίρ


Πρέπει να είστε πάντα μεθυσμένοι.
Αυτό είναι το παν.
Το μοναδικό πρόβλημα.
Για να μη νιώθετε το βαρύ του Χρόνου φορτίο που τσακίζει τους ώμους σας,
και προς τη γη σάς σέρνει,
πρέπει να μεθάτε χωρίς αναπαμό.

Μα με τι;
Με κρασί, με ποίηση ή με αρετή,
κατά το κέφι σας.

Μα μεθύστε!
Κι αν, καμιά φορά, στα σκαλοπάτια ενός παλατιού,
στου χαντακιού το πράσινο χορτάρι,
στη σκυθρωπή της κάμαράς σας μοναξιά,
ξυπνήσετε, και το μεθύσι έχει λιγοστέψει ή χαθεί,
ρωτήστε τον άνεμο, το κύμα, το αστέρι, το πουλί, το ρολόι,
ό,τι φεύγει, ό,τι βογγά, ό,τι μιλά,
ρωτήστε τι ώρα είναι.

Κι ο άνεμος, το κύμα, το αστέρι,
το πουλί, το ρολόι, θα σας αποκριθούν:
«Ώρα είναι να μεθύστε!
Για να μην είσαστε του Χρόνου σκλάβοι βασανισμένοι,
μεθάτε, μεθάτε αδιάκοπα!

Με κρασί, με ποίηση ή με αρετή,
                                  κατά το κέφι σας».                                                           

Τετάρτη 9 Μαρτίου 2011

Από τον Ρωμηό στον «γραικογάλλο»


Την πρώτη σαφή διατύπωση της Μεγάλης Ιδέας τη βρίσκουμε στον βυζαντινό ιστορικό Λαόνικο Χαλκοκονδύλη.

Λίγα χρόνια μετά την Άλωση έγραφε στην Ιστορία του: «Και όταν έρθει ο καιρός… τα τέκνα των Ελλήνων θα συγκεντρωθούν και θα συστήσουν κράτος δικό τους και θα ζουν τη ζωή τους με τρόπο που θα αρέσει στους ίδιους και θα θαυμάζουν οι ξένοι.»2 Στον κατάλληλο δηλαδή καιρό θα αποτινάξουμε τον Οθωμανικό ζυγό και θα ανακτήσουμε την εθνική μας ελευθερία.

Ο Καιρός επέστη τον 18ο αιώνα με την γένεση στη Δύση του νεωτερικού πολιτισμού. Τότε εμφανίζεται και η πρώτη επιχειρησιακή διατύπωση της Μεγάλης Ιδέας. Ήταν το Πρόγραμμα του Ρήγα, το οποίο είχε ρητό στόχο την επαναστατική ανατροπή της οθωμανικής κρατικής δεσποτείας και την ανασύσταση της ελληνικής Οικουμένης στα βυζαντινά της όρια.

Έπειτα όμως από τη δολοφονία του Ρήγα, το Πρόγραμμά του εγκαταλείπεται και η Μεγάλη Ιδέα αλλάζει ριζικά περιεχόμενο. Στόχος του εθνικού Προγράμματος τώρα είναι η δημιουργία κράτους ευρωπαϊκού τύπου (κράτους-έθνους) και μάλιστα στα αρχαιοελλαδικά όρια. Η ταυτότητα του νεωτερικού ελληνικού κράτους θα βασίζεται στη ζεύξη του εισαγόμενου Κλασικισμού και του εισαγόμενου Διαφωτισμού, στη βάση -της εισαγόμενης επίσης- αποπομπής του Βυζαντίου στο σκότος το εξώτερο, -κατ’ αντίστιξη της ευρωπαϊκής αποπομπής του φεουδαρχικού «Μεσαίωνα».

Ο νεωτερικός Έλληνας δεν θα είναι πλέον Ρωμιός. Θα είναι «γραικογάλλος», σύμφωνα με την περιβόητη διατύπωση του Κοραή!
  
Εθνοκρατική ολοκλήρωση και εθνοκάθαρση
Υπ’ αυτή την μεταπρατική/εθνοκρατική εκδοχή της η «Μεγάλη Ιδέα» σφράγισε τις τύχες του νεωτερικού Ελληνισμού.

Κατηύθυνε, πριν απ’ όλα, την σταδιακή εθνοκρατική ολοκλήρωση του μετεπαναστατικού ελληνικού κράτους, για να κλείσει άδοξα τον κύκλο της στην Ιωνία, με την καταστροφή του 1922 και τη δημιουργία της κεμαλικής Τουρκίας. Στα ερείπιά της θεμελιώθηκε η τουρκική εθνοκρατική ολοκλήρωση, με εργαλείο τη συστηματική εθνοκάθαρση. Επικυρωμένη μάλιστα με μακιαβελικές ρήτρες αμοιβαιότητας από τη Συνθήκη της Λωζάνης, η εθνοκάθαρση εμπλέκεται, εφεξής, κατά τρόπο οργανικό στη σχέση του Ελληνισμού και του Τουρκισμού. 

Το νεωτερικό πρότυπο της εθνικής ολοκλήρωσης, ως λύση του Ανατολικού Ζητήματος, ήταν εκ των πραγμάτων αδύνατο να πραγματοποιηθεί χωρίς εθνοκαθάρσεις, χωρίς γενοκτονίες και ανταλλαγές πληθυσμών. Αυτή είναι η αλήθεια. Δεν δικαιώνει βέβαια τους αυτουργούς των σφαγών και των ανθρωπο-ξεριζωμάτων. Ενοχοποιεί όμως οπωσδήποτε το νεωτερικό πρότυπο και τους τυφλούς μεταπράτες του.

Τίθεται βεβαίως το ερώτημα, «αν μπορούσε να γίνει και διαφορετικά;». Δεν είναι στο θέμα μας να το συζητήσουμε, αλλά ακόμα και αν δεχτούμε ότι από τη στιγμή που πυροδοτήθηκε ο μηχανισμός της αναδιαμόρφωσης του κόσμου στη βάση του εθνοκρατικού μοντέλου, ήμασταν και εμείς αναγκασμένοι να «προσαρμοστούμε», αυτό με τίποτα δεν θα δικαιολογούσε την απαίτησή μας να μην «προσαρμοστούν» και οι άλλοι με τον ίδιο τρόπο, δηλαδή σε βάρος μας. 

Υπαινίσσομαι τις ατέρμονες συζητήσεις για την εκστρατεία στη Μικρά Ασία, για το αν έπρεπε ή όχι να γίνει, για την έλλειψη ή όχι στρατηγικού στόχου και τα συναφή, όταν είναι ολοφάνερο ότι η διαχείριση της «Μεγάλης Ιδέας» θα ήταν αναγκαστικά στα χέρια του πλέον ακατάλληλου για τέτοιου είδους εγχειρήματα τύπου ανθρώπου, ο ορίζοντας του οποίου εκτεινόταν ανάμεσα σε «προαγωγές και μεταθέσεις», σε «διορισμούς ημετέρων» και στην πάση θυσία παραμονή στην εξουσία, έστω και «μια βδομάδα παραπάνω».
 
Αλλά ας συνοψίσουμε: Για τον κυρίαρχο ευρωφρενή λόγιο η βυζαντινή ελληνική ταυτότητα (η ρωμέηκη) έπρεπε να ξεριζωθεί και στη θέση της να εμφυτευθεί η νεωτερική ταυτότητα. Το «επιχείρημά» του είχε δύο σκέλη: α) Ότι η νεωτερική ταυτότητα είναι κατά βάθος «ελληνική» (βλ. «Αναγέννηση»), σε αντίθεση με τη βυζαντινή,  που είναι «ανθελληνική».  Και β) ότι είμαστε «μικροί κι αδύνατοι» και συνάμα τόσο «εκβαρβαρωμένοι», που δεν έχουμε άλλη επιλογή παρά να προσπέσουμε στην Εσπερία και να την αφήσουμε να μας «φωτίσει» και να μας αναπλάσει.

Η «μετακένωση»
Το πείραμα της κατασκευής «γραικογάλλων» ορίστηκε με σαφήνεια από τον Κοραή ως «μετακένωση». Επί λέξει: Αδειάζουμε τα δικά μας «καύκαλα» από το εντελώς άχρηστο περιεχόμενό τους και μεταγγίζουμε μέσα τους τον ατόφιο Διαφωτισμό, παίρνοντάς τον από τα σοφά ευρωπαϊκά «καυκία».
Πρέπει να δεχθούμε πλέον, ότι ύστερα από κοντά δύο αιώνες εφαρμογής, το πείραμα έχει ολοκληρωθεί. Γενιά με τη γενιά ο Ρωμιός έβγαινε από το χειρουργείο της «μετακένωσης» ολοένα και πιο «άλλος άνθρωπος». 

Για να καταλήξει στο Τίποτα. Έμενε αλήθεια κάτι στο μίγμα από τα μιγνυόμενα, ή δεν προέκυπτε τίποτα, όπως όταν ανακατεύεις αντίθετα χρώματα; Και τι θα σήμαινε «τίποτα»; «Τίποτα» στο πεδίο του πολιτισμού σημαίνει απουσία συλλογικής δημιουργίας, απουσία στο πεδίο της αυθυπερβατικής συνάντησης του εγώ με το εμείς. Σημαίνει δηλαδή μεταπρατισμό,  παρασιτισμό και τελικά τομαρισμό. Δεν είναι τυχαίο ότι αυτός θα ήταν ο χαρακτήρας του νεωτερικού Έλληνα (του «γραικογάλλου»): μεταπρατικός και εντέλει παρασιτικός και τομαριστικός (γραικύλος κατά την αρχαία ορολογία). 

Σήμερα το είδος αυτό κυριαρχεί παντού, αλλά παλιότερα ενδημούσε σχεδόν αποκλειστικά στον χώρο των ευρω-σπουδασμένων, ενθαρρύνοντας π.χ. τη «Γενιά του ‘30» να προσβλέπει  στην απείραχτη –ακόμη- ελληνικότητα του απλού λαού, -ελληνικότητα την οποία και ταύτιζαν με τη συλλογική δημιουργία. Χαρακτηριστικές, εν προκειμένω, είναι οι αναφορές του Σεφέρη, για τους σπουδαγμένους, που τους βρίσκει «όλους χαλασμένους», να προφέρουν «σπασμένες λέξεις από ξένες γλώσσες». 

Όπως χαρακτηριστική είναι και η έκστασή του μπρος στην ασύλληπτη αυθυπερβατική ανάταση του απλού, αγροτικού κυρίως, λαού της Κύπρου, στον αγώνα για την Ένωση με την Ελλάδα.

Απόσπασμα ομιλίας του Θεόδωρου Ι. Ζιάκα στοΚυπριακό Κέντρο Μελετών (ΚΥ.ΚΕ.Μ.)
11 Φεβρουαρίου 2011