(ΑΝ ΚΑΙ ΘΑ ΕΠΡΕΠΕ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ «ΟΛΟΥΣ»):
1. Πως μπορεί να αξιολογηθεί η αποκήρυξη του «προστατευτισμού» και της απόρριψής του, ως βασική επιλογή των G-20, σε σχέση με την πρόσφατη διακήρυξή τους για δέσμευση συνέχισης της εξέλιξης της Παγκόσμιας Οικονομίας στη λογική της Παγκοσμιοποίησης;2. Αυτή η επιλογή (της αποκήρυξης και της απόλυτης απόρριψης του προστατευτισμού) συμφέρει όλα τα Κράτη, ή μόνον και αποκλειστικά (ή κυρίως) τα ανεπτυγμένα και ειδικά τα όσα διαθέτουν ισχυρές εξαγωγικές οικονομίες;
3. Τελικά δικαιολογούνται όλοι όσοι βιάζονται να διακηρύξουν την ανατολή της νέας εποχής της μετα-παγκοσμιοποίησης ("post-globalization") ή του μεταφιλελευθερισμού ("post-liberalism"), ή απλώς όλα αυτά αποτελούν μια ακόμη προσπάθεια που στην καλύτερη περίπτωση θα έχει την τύχη ανάλογων διεθνοπολιτικών ευφυολογημάτων (όπως αυτό του «τέλους της ιστορίας» ή της «πάλης των πολιτισμών»), ή στη χειρότερη αποτελούν απλά τις τελευταίες προσπάθειες στήριξης του προφίλ του νέου προέδρου της Ηγεμονεύουσας παγκόσμιας δύναμης, μέχρι την επικείμενη αναπόφευκτη ρεαλιστική «αναγκαστική προσγείωση» της διεθνούς κοινής γνώμης από υπερφίαλες και μη ρεαλιστικές πολιτικές παραισθήσεις, ή έστω και καλοπροαίρετες ρομαντικές ονειροπολήσεις για το μέλλον του διεθνούς συστήματος;
4. Η Ελλάδα που ακριβώς βρίσκεται σε σχέση με αυτό το θέμα; Τι επιπτώσεις θα έχει η εν λόγω απόφαση στην Ελληνική οικονομία, δεδομένου της ιδιαιτερότητάς της (υψηλό έλλειμμα -χαμηλή παραγωγική βάση - αρνητικό ισοζύγιο εισαγωγών-εξαγωγών - αντιπαραγωγικό και αντιαναπτυξιακό χρηματοπιστωτικό σύστημα και θεσμικό πλαίσιο, και κυρίως την απώλεια της δυνατότητας χάραξης ανεξάρτητης νομισματικής πολιτικής/τύπωσης νομίσματος λόγω εισόδου στην Ευρωζώνη κλπ.), των δομών και των επιμέρους χαρακτηριστικών της; Έχει αναπτύξει εναλλακτικές μακρόπνοες πολιτικές -εθνικές στρατηγικές- ανάπτυξης, ώστε να αντισταθμίσει τις δυσοίωνες προοπτικές;
Πρέπει να σημειωθεί ότι η εναρκτήρια αναφορά του κοινού ανακοινωθέντος των G-20, σε σχέση με «επανάληψη λαθών του παρελθόντος», αναφέρεται στην αντιμετώπιση της κρίσης του 1929, όπου το δίλημμα της διεθνούς οικονομικού συστήματος ήταν μεταξύ των πολιτικών εθνικού προστατευτισμού και της αύξησης των εθνικών δημοσίων επενδύσεων. Όπως είναι γνωστό η πολιτική των ΗΠΑ έκλεισε αρχικά στην πρώτη επιλογή, ενώ μεταγενέστερα (και εν όψει εισόδου στον Β' ΠΠ) προσχώρησε στη δεύτερη, ενώ στη μεταπολεμική Γερμανία, υποστηρίχθηκε αρχικά η επιλογή του σκληρού εθνικού νομίσματος, η οποία επέφερε τρομερή ύφεση και ανεργία και προετοίμασε την άνοδο του σοσιαλεθνικισμού και την επικράτηση του Χιτλερισμού (μέσω κυρίως της εκλογικής μεταστροφής των Γερμανικών σοσιαλιστικών - κομμουνιστικών δυνάμεων σε υποστήριξη εθνικοσοσιαλιστικών και τελικά ναζιστικών πολιτικών επιλογών), με την κατακόρυφη άνοδο των δημοσίων (στρατιωτικών κυρίως) επενδύσεων από το Χιτλερικό καθεστώς.
Αυτό όμως που πρέπει να σημειωθεί είναι ότι σήμερα που η σύγχρονη κοινωνία δεν απαιτείται να επιλέξει αυστηρά μεταξύ του πολιτικοκοινωνικού και οικονομικού διπόλου των αρχών του 20ου αιώνα, δηλ. της κυριαρχίας της άρχουσας αστικής τάξης σε σχέση με την εργατική προλεταριακή -κομμουνιστική εξουσία, η εγγενής διάσταση-διαφοροποίηση των εθνικών συμφερόντων μεταξύ των κρατών που ηγούνται και των ουραγών κρατών (ανεπτυγμένων και/ ή μη) σε σχέση με τις επιβαλλόμενες παγκοσμιοποιητικές οικονομικές επιλογές. Με άλλα λόγια, είναι προφανές ότι η παγκοσμιοποίηση, αν και επιβάλλεται βαθμιαία σε όλους, δεν είναι αναγκαστικά και αυτόματα επ' ωφελεία όλων!
Έτσι τα μεν πρώτα ισχυρά κράτη αποτελούν τους κύριους και άμεσους επικαρπωτές των ωφελημάτων του παγκοσμιοποιητικού χαρακτήρα της παγκόσμιας οικονομικής ανάπτυξης, ενώ τα υπόλοιπα καθίστανται πρωταρχικοί «στόχοι» και «πελάτες» των πρώτων, ενώ η όποια ωφέλειά τους μπορεί να προκύψει μόνον από την ταυτόχρονη εκδήλωση δευτερογενών επιθετικών οικονομικών πολιτικών έναντι άλλων οικονομιών «στόχων», που βρίσκονται χαμηλότερα στη βαθμίδα οικονομικής ανάπτυξης του διεθνούς συστήματος. Χωρίς αυτή την μετακύλιση του οικονομικού βάρους (της κερδοφόρου προοπτικής) εκ της οικονομικής παγκοσμιοποιητικής μετεξέλιξης των επιμέρους εθνικών οικονομιών, οι επιπτώσεις θα είναι μακροπρόθεσμα καταστροφικές για όλους τους «νωθρούς», τους «εσωστρεφείς» και τους «αποπροσανατολισμένους».
Επιπλέον δε, σύμφωνα με τον καθ. Π.Ρουμελιώτη (2 Απρ. 09), ''η παγκοσμιοποίηση είναι εξέλιξη όχι απλώς διεθνοποιημένης οικονομικής ή έστω και κοινωνικής, αλλά πρωτίστως μείζονος γεωπολιτικής διάστασης''. Έτσι, αν δεχτούμε ότι δι' αυτής, ειδικά οι ισχυρές χώρες επιδιώκουν κατ' εξοχήν την επίτευξη των εν γένει εθνικών συμφερόντων τους, είναι σαφές ότι τόσο οι επιπτώσεις όσο και η πολιτική τοποθέτησης χωρών όπως η Ελλάδα στο θέμα, πρέπει να γίνονται με αντίστοιχα εργαλεία ανάλυσης και διαμόρφωσης των επιμέρους πολιτικών τους.
Μετά τα ανωτέρω, προκύπτουν οι ακόλουθοι προβληματισμοί:
5. Σε ποια θέση ιεράρχησης στη θεματολογία του τρέχοντος δημόσιου διαλόγου βρίσκονται οι ανωτέρω προβληματισμοί; Αποτελούν άραγε το πρώτο μέλημα της κοινωνίας μας ή απουσιάζουν από το δημόσιο (και/ή επιστημονικό διάλογο) στη χώρα μας, όντας οι πολίτες αποπροσανατολισμένοι από άλλες ειδήσεις ήσσονος σημασίας και επουσιώδους θεματολογίας (σε σχέση με το εν λόγω θέμα);
6. Ο αποπροσανατολισμός της κοινής γνώμης είναι άραγε μεθοδευμένος ή συνιστά εντελώς αυθόρμητο προϊόν τυχαίας λειτουργίας που αποτελεί εγγενές χαρακτηριστικό ενός χαοτικού, άναρχου, άλογου και αλλοπρόσαλλου sui generis «νέο-Ελληνικού» συλλογικού ταμπεραμέντου, που καθίσταται .παγκόσμιο φαινόμενο και έχει ως αποτέλεσμα την παγκοσμίως πρωτότυπη ιεράρχηση των προβλημάτων που απασχολούν την Ελληνική κοινωνία (βλέπε π.χ. Πανεπιστημιακό άσυλο, πανεπιστημιακή εκπαίδευση/λειτουργία, λαθρο-μεταναστευτικό, σχέση δυνάμεων κοινωνικής Ασφαλείας/Αστυνόμευσης/καταστολής με το κοινωνικό σύνολο, ανυπαρξία εθνικών στρατηγικών στα μεγαλύτερα θέματα κοινωνικού ενδιαφέροντος κλπ.) και τελικά την αδυναμία αντιμετώπισής τους με ορθολογικό, γόνιμο και αποτελεσματικό τρόπο; Ή μήπως συμβαίνουν και συντρέχουν και τα δύο ταυτόχρονα;
7. Μήπως ο αποπροσανατολισμός της κοινής γνώμης και η «παράλογη» ιεράρχηση της κρίσιμης θεματολογίας του δημόσιου διαλόγου, σαφώς αναντίστοιχη και δυσανάλογη με τη σημαντικότητα των υφιστάμενων προβλημάτων, καθίσταται τελικά να είναι το πρώτο και το σημαντικότερο πρόβλημα της κοινωνίας μας. Άλλωστε, αν τελικά δεν μας απασχολεί πρώτιστα το αληθινά σημαντικότερο, γιατί απλώς δεν συνειδητοποιούμε (ή δεν έχουμε επίγνωση) της σημαντικότητάς του, πως άραγε θα μπορέσουμε ποτέ να το επιλύσουμε ή να ενδιαφερθούμε για την αντιμετώπιση ή την επίλυσή του;
DAIDALOS
ΚΑΤΑΙΓΙΣΜΟΣ ΕΡΩΤΗΣΕΩΝ ΑΓΑΠΗΤΕ ΔΑΙΔΑΛΕ. ΘΑ ΠΡΕΠΕΙ ,ΟΠΩΣ ΑΝΑΦΕΡΕΙΣ ΝΑ ΞΕΠΕΡΑΣΤΕΙ ΚΑΤ ΑΡΧΗΝ ΤΟ ΚΡΊΣΙΜΟ ΣΗΜΕΙΟ ΤΗΣ ΣΥΝΕΙΔΗΤΟΠΟΙΗΣΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΠΙΓΝΩΣΗΣ ΤΟΥ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΥ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΟΣ, ΩΣΤΕ ΜΕΤΑ ΝΑ ΠΡΟΧΩΡΗΣΟΥΜΕ ΣΕ ΟΠΟΙΑΔΗΠΟΤΕ ΑΝΑΛΥΣΗ
ΑπάντησηΔιαγραφή