Στη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας και ιδιαίτερα τα τελευταία δύο χρόνια, αυξήθηκε υπέρμετρα η συνολική κατανάλωση, ιδιωτική και δημόσια, ξεπερνώντας κατά μέσο όρο το 90% του ΑΕΠ. Το εναπομένον ποσοστό, 10%, που περίσσευε για εθνική αποταμίευση, δεν έφτανε να χρηματοδοτήσει τις συνολικές επενδύσεις, που ξεπερνούσαν το 20% του ΑΕΠ. Ως αποτέλεσμα, διογκώθηκε υπερβολικά το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών που υπερέβη, προς το τέλος της τρέχουσας δεκαετίας, το 12%-14% του ΑΕΠ.
Για να χρηματοδοτηθεί αυτό το εξωτερικό έλλειμμα, αυξήθηκε υπερβολικά ο εξωτερικός δανεισμός, με αποτέλεσμα τη σημερινή διεθνή υπερχρέωση της χώρας. Οι διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές αντελήφθησαν αργά τη δυναμική αυτού του προβλήματος. Ούτως ή άλλως, υπέφεραν από τύφλωση και από τη μέθη των υψηλών, αλλά χάρτινων, όπως αποδείχτηκε, αποδόσεων. Σήμερα είμαστε σε θέση, με το όφελος της στερνής γνώσης, να αντιληφθούμε τι ακριβώς έγινε και πώς λειτουργούσε το διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα εδώ και πολλά χρόνια. Δυστυχώς για την Ελλάδα, οι πόρτες του διεθνούς δανεισμού έκλεισαν απότομα και ερμητικά.
Χωρίς την παρέμβαση της τρόικας και του δανείου των 110 δισ. ευρώ, η προσαρμογή θα ήταν απότομη και αποτρόπαια, απότοκος της στάσης πληρωμών που αναπόφευκτα θα συνέβαινε. Πρακτικά, φέτος, η Ελλάδα θα είχε στερηθεί πόρους 30-40 δισ. ευρώ περίπου, και θα έπρεπε να προσαρμόσει ανάλογα την κατανάλωσή της. Η μείωση του ΑΕΠ θα ήταν της τάξης του 10% με 12%, με ανάλογη συνέχεια τα επόμενα χρόνια.
Προσαρμογή βεβαίως γίνεται και τώρα. Η διαφορά όμως είναι ότι η προστασία της Ευρωζώνης και της τρόικας εξασφαλίζει ότι αυτή είναι πολύ πιο ήπια και ομαλή. Αλλά δεν γίνεται να αποφευχθεί. Οσοι ισχυρίζονται το αντίθετο, ότι δηλαδή μπορεί με κάποιο μαγικό τρόπο να αποφευχθεί, και μάλιστα χωρίς τα 110 δισ. ευρώ της τρόικας, ακολουθούν τον δρόμο του λαϊκισμού, αυτού ακριβώς που μας έφερε στο σημείο που είμαστε σήμερα. Εάν η κυβέρνηση αφ’ ενός, αλλά και όλοι εμείς οι υπόλοιποι αφ’ ετέρου, φερθούμε έξυπνα και ορθολογικά, μπορεί να μειωθεί το κόστος της αναγκαίας μακροπρόθεσμης προσαρμογής.
Η κυβέρνηση πρέπει να τηρήσει απαρεγκλίτως τους δημοσιονομικούς στόχους. Να απελευθερώσει τάχιστα όλα τα επαγγέλματα και τις αγορές, απλοποιώντας παράλληλα τις διαδικασίες αδειοδότησης. Να αποκαταστήσει μηχανισμούς κινήτρων σε όλο τον δημόσιο τομέα, δίνοντας κυρίως έμφαση στην αριστεία και την αξιοκρατία. Να αναγκάσει όλους τους δημόσιους οργανισμούς να εφαρμόσουν διεθνή λογιστικά πρότυπα. Να αποκρούσει τον σφιχτό εναγκαλισμό ορισμένων συνδικάτων, που οδηγούν σημαντικές δημόσιες επιχειρήσεις στον όλεθρο, αποκαθιστώντας κανόνες ορθής εταιρικής διακυβέρνησης, εξυγιαίνοντας τις επιχειρήσεις αυτές και απελευθερώνοντας τις αντίστοιχες αγορές.
Να σχεδιάσει το μέλλον της ενέργειας, του τουρισμού, των μεταφορών και άλλων βασικών κλάδων με επαγγελματισμό και χωρίς δογματισμούς, ανοίγοντας παράλληλα τους κλάδους αυτούς σε ιδιώτες επενδυτές, Ελληνες και ξένους, αξιολογώντας με ταχείες διαδικασίες (fast track) επενδυτικά σχέδια που ήδη έχουν υποβληθεί ή πρόκειται να υποβληθούν. Να αξιοποιήσει τη δημόσια ακίνητη περιουσία, χρησιμοποιώντας σύγχρονες μεθόδους και εργαλεία, τόσο για να εξοφλήσει ή να αναχρηματοδοτήσει μέρος του δημόσιου χρέους όσο και για να δημιουργήσει «πόλους» επενδύσεων γύρω από αυτήν.
Οι τράπεζες πρέπει να προβούν σε αυξήσεις των ιδίων κεφαλαίων τους χρησιμοποιώντας εν ανάγκη τα 10 δισ. ευρώ του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, δρώντας έτσι ως ευέλικτοι κομάντος που θα «σπάσουν» τον διεθνή αποκλεισμό μας από τις αγορές. Οι κοινωνικοί εταίροι, μαζί με το κράτος, πρέπει να χρησιμοποιήσουν το παράδειγμα των Γερμανών κοινωνικών εταίρων (υπόδειγμα Kurzerbeit) στην αγορά εργασίας, ή το σκανδιναβικό υπόδειγμα του συνδυασμού ευελιξίας και κοινωνικής προστασίας, προκειμένου να ελαχιστοποιηθεί η επίπτωση της κρίσης στην απασχόληση.
Οι παραπάνω κατευθύνσεις αποτελούν τον πυρήνα ενός νέου αναπτυξιακού προτύπου, το οποίο πρέπει να αποτυπωθεί σε ένα δεκαετές αναπτυξιακό - δημοσιονομικό πρόγραμμα, με ποσοτικοποίηση στόχων και μέσων πολιτικής.
Αφησα τελευταίο το κορυφαίο θέμα των αξιών και της νοοτροπίας σ’ αυτή την περίοδο της έσχατης ανάγκης για τη χώρα μας. Σε τελευταία ανάλυση, εάν αποφύγουμε τελικά τη χρεοκοπία και τα ολέθρια αποτελέσματά της, θα εξαρτηθεί από τη στάση και το παράδειγμα όλων μας, κυρίως όμως των πιο προνομιούχων. Δεν βοηθά, για παράδειγμα, η στάση όσων έβγαλαν τις καταθέσεις τους στο εξωτερικό, των συνδικάτων που παραλύουν τις δημόσιες μεταφορές κάθε εβδομάδα, των επαγγελματικών ομάδων, οι οποίες, εκμεταλλευόμενες δημόσια προνόμια, κρατούν όμηρο όλη την κοινωνία.
Το κοινό συμφέρον επιβάλλει, ιδιαίτερα στις τρέχουσες εξαιρετικές συνθήκες, συλλογικές προσεγγίσεις και συμπεριφορές. Η νοοτροπία του «εαυτούλη» μας, εάν τελικά επικρατήσει, θα μας πάει όλους στον πάτο.
Του Γιάννη Στουρνάρα, καθηγητή Οικονομικών του Πανεπιστημίου Αθηνών, γενικό διευθυντή ΙΟΒΕ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου