Υπόβαθρο των αναλύσεων στις οποίες προβαίνει ο Χρ. Γιανναράς είναι η πρωταρχική και θεμελιώδης αντίστιξη: άλλο θρησκεία, άλλο εκκλησία.
Η θρησκεία είναι φυσική ανάγκη του ανθρώπου, ανάγκη ορμέμφυτη, ενστικτώδης· έκφανση της ορμής για αυτοσυντήρηση. Η λογική της θρησκείας είναι βιολογικά καθορισμένη· ικανοποιεί την ανάγκη του ανθρώπου να ερμηνεύσει το ανεξήγητο, να τιθασσεύσει το ανεξέλεγκτο, να συγκαλύψει το αναπότρεπτο.
Κάθε θρησκεία διατυπώνει μεθοδικά τα δόγματά της (τις αναντίρρητες «αλήθειες» της), οργανώνει συστηματικά την ηθική της (τις κωδικοποιημένες εντολές της). Η θρησκευτικότητα είναι από τη φύση της (όπως η πείνα, η ορμή της διαιώνισης του είδους, ο φόβος του θανάτου) υπόθεση ατομική. Ο θρησκευτικός άνθρωπος λειτουργεί με κέντρο το ατομικό εγώ του (ατομική σωτηρία, ατομική ελευθερία, ατομική-νοησιαρχική εκδοχή της αλήθειας, ατομικά συναισθήματα).
Βασικά γνωρίσματα της φυσικής θρησκείας: το θαύμα, το μυστήριο και το κύρος. Και τα τρία αναιρούν την ελευθερία· ακριβέστερα, οδηγούν στην ηδονική αυτοπαραίτηση από την ελευθερία. Και τα τρία στηρίζουν την εξουσία· η θρησκεία θεσμοποιείται, και, όπως κάθε θεσμός, αγωνίζεται για την εξουσιαστική θωράκισή της. Έτσι, η μεταφυσική αναζήτηση διολισθαίνει σε ιεροποίηση ιδεών, σε φανατισμό και εξουσιαστικές δομές.
Η εκκλησία δεν συνιστά μια καινούργια θρησκεία, αποτελεί «ένα κοινωνικό γεγονός, ένα τρόπο σχέσεων κοινωνίας». Ο τρόπος αυτός δεν είναι παρά ένα άθλημα: να συνυπάρχουν οι άνθρωποι χωρίς τους περιορισμούς και προκαθορισμούς της φυσικής αναγκαιότητας, να αληθεύει η ύπαρξη υπερβαίνοντας τη φθορά και τον θάνατο. Τα μέλη της εκκλησίας προσλαμβάνουν την τροφή ( το ψωμί και το κρασί) όχι για να διαιωνίσουν τη φθορά και τον θάνατο, αλλά για να κοινωνήσουν στο στοιχειώδες πλην ύψιστο επίπεδο της ζωής. Το δείπνο τους είναι ευχαριστία στον Χριστό, τον χορηγό της τροφής και της ζωής.
Ο Χριστός δείχνει σε όσους τον εμπιστεύονται έναν ένσαρκο τρόπο ύπαρξης: την αγάπη. Η αγάπη δεν είναι αγαθοεργία, είναι η κοινωνία του Πατρός, του Υιού και του Πνεύματος· είναι ελευθερία από τους περιορισμούς της φύσης. Αυτή την ελευθερία μαρτυρούν τα «σημεία» του Ιησού· δεν είναι «θαύματα», καταναγκαστικά πειστήρια μιας μαγικής δύναμης. Κορυφαίο «σημείο» ενός άλλου τρόπου ύπαρξης: η ανάσταση του Χριστού.
Το ευαγγέλιο της ανάστασης γνωστοποιεί αυτόν τον τρόπο, την υπέρβαση του θανάτου. Και όσοι εμπιστεύονται τους μάρτυρες της ανάστασης εμπλέκονται σε ένα άθλημα και μια εμπειρία σχέσης. Γίνονται με την σειρά τους μάρτυρες μιας γνώσης βιωμένης: η εκκλησιαστική γλώσσα μόνο να σημάνει αυτή την γνώση μπορεί, όχι να την υποκαταστήσει. Έρχου και ίδε. Αλλά ένα άθλημα, μια γνώση βιωμένη, μια σχέση αμφίκρημνη δεν γίνεται να μεταποιηθούν σε δογματική διδασκαλία, σε δεδομένες «αλήθειες».
Ούτε τα μέλη μιας σχέσης θεμελιωμένης στην εμπιστοσύνη και την αγάπη γίνεται να μεταλλαχθούν σε εξουσιαστές και εξουσιαζόμενους. «Δίχως ανατροπή των όρων του εξουσιαστικού φαινομένου δεν υπάρχει εκκλησιαστικό γεγονός, όπως δεν υπάρχει εκκλησιαστικό γεγονός δίχως το δείπνο της Ευχαριστίας». Όταν το εκκλησιαστικό γεγονός εξαλλάσσεται σε σκληρυμένα μορφώματα θεσμικής καταξίωσης, όταν η διακονία γίνεται εξουσία, η εκκλησία είναι ήδη θρησκεία.
Βρισκόμαστε πλέον στον πυρήνα της μαρτυρίας του Χρ. Γιανναρά· στη θερμή και οδυνηρή ζώνη των συμπτωμάτων της θρησκειοποίησης. Τα απαριθμούμε ακολουθώντας την καθοδική (και θλιβερή) πορεία με την οποία παρατίθενται:
α) Η πίστη-εμπιστοσύνη γίνεται ιδεολογία. Το άθλημα της σχέσης μεταγράφεται σε θεωρητικές προτάσεις. Ο λόγος του βιώματος γίνεται γλώσσα χωρίς αντίκρυσμα πραγματικότητας.
β) Η εμπειρική πραγματικότητα υποκαθίσταται από ψυχολογήματα, πλασματικές καταστάσεις που διολισθαίνουν ασυνείδητα σε βεβαιότητες. Ο «χριστιανός» δεν είναι πια μέτοχος ενός γεγονότος, δεν είναι μέλος ενός ευχαριστιακού σώματος, «παίρνει μέρος στην ομαδική λατρεία, αλλά για να προσευχηθεί ατομικά και να διδαχθεί (ωφεληθεί) ατομικά, άγνωστος ίσως και άσχετος με τους γύρω του». Το αίνιγμα του θανάτου μένει αναπάντητο...
γ) Η σωτηρία, ο αγώνας της εκκλησίας να καταστήσει τον άνθρωπο σώο, γίνεται ατομική εξασφάλιση και διαιώνιση του εγώ. Εργαλείο σωτηρίας ο νόμος! Αυτός που για τη συνείδηση της εκκλησίας ήταν η «σκοτεινότερη απειλή βασανισμού του ανθρώπου». Οι νομικοί «κανόνες» όλο και πολλαπλασιάζονται, άσχετοι με το ευαγγέλιο της αγάπης και της υπαρκτικής ελευθερίας. Η ενοχή στη θέση της ελπίδας...
δ) Το ευχαριστιακό δείπνο, ο καινούργιος τρόπος ύπαρξης, η βίωση της ζωής μας όχι ως δουλεία στη φύση αλλά ως αγάπη... «Καίριο επίτευγμα θρησκειοποίησης η εκδοχή της κοινωνούμενης βρώσης και πόσης ως υπερφυσικού αντικειμένου καθ’ εαυτού», ιεροποιημένου μαγικού φετίχ. Αντί της κοινωνίας η μετουσίωση, αντί της εκκλησίας η εξατομίκευση, αντί της αγάπης το αντικειμενοποιημένο εγώ. Άλλο ενδεικτικό σημάδι αλλοτρίωσης αποτελεί η λεγόμενη Ακολουθία της Θείας Μεταλήψεως: σύνολο ατομικών προσευχών (σε α΄ πρόσωπο) απουσίᾳ αδελφών. Είναι όντως αυτά τα κείμενα δημιουργήματα Πατέρων της Εκκλησίας;
ε) «Αμείλικτη η Τέχνη κραυγάζει τη θρησκειοποίηση»· η τέχνη δηλώνει πάντα με σαφήνεια τον τρόπο με τον οποίο νοηματοδοτείται η πραγματικότητα. Και όταν η «εκκλησιαστική» Τέχνη μαρτυρά ως μοναδικό νόημα του υπαρκτού τη φυσικότητα, τη φαινομενικότητα, την ατομικότητα, τότε η θρησκεία είναι ήδη εντός των πυλών. Η μηχανική απομίμηση βυζαντινότροπων μορφών τέχνης: πασίδηλο σύμπτωμα έκ-πτωσης του εκκλησιαστικού ήθους.
στ) Τα «μυστήρια» της εκκλησίας (η φανέρωση του ευχαριστιακού τρόπου της υπάρξεως ένσαρκου σε μια συγκεκριμένη κοινότητα αδελφών, σε δεδομένο χώρο και χρόνο) υπηρετούν πλέον με συνέπεια την εξατομίκευση· αποκομμένα από την ευχαριστία, συμβατικές τελετές, μαγικές επενέργειες απρόσωπων δυνάμεων... Και ο επίσκοπος γίνεται αρχιερέας ή δεσπότης «ντυμένος κυριολεκτικά σαν εξωγήινος». Η διάχυση και διάλυση της ενορίας (του ευχαριστιακού σώματος με τον επίσκοπο ή τον πρεσβύτερο ως πατέρα και διάκονο) μοιάζει να μην είναι πια απλώς σύμπτωμα...
ζ) Η θρησκειοποίηση τεκμαίρεται άμεσα· πληθώρα τα φαινόμενα που σημαίνουν ειδωλοποίηση της παράδοσης. Η Παράδοση -κυρίως η παράδοση της πρώτης εκκλησίας, η παράδοση που καταγράφεται στην Καινή Διαθήκη- είναι μαρτυρία ευ-αγγελίου, και ως τέτοια προσεγγίζεται μόνο με την εμπιστοσύνη στα πρόσωπα που ενσαρκώνουν τη μαρτυρία. Αυτή η Παράδοση, λοιπόν, δεν έχει καμιά σχέση με συμμόρφωση προς απολιθωμένες και σκουριασμένες πρακτικές, που δεν υπηρετούν πια ανθρώπινες ανάγκες. Ειδικά η «ορθοδοξία» έχει υποκύψει στον πειρασμό μιας παράδοσης ειδωλοποιημένης και ειδωλοποιητικής.
η) Πάμπολλα στοιχεία φοβικού αποτροπιασμού απέναντι στη σεξουαλικότητα εντοπίζονται σε ποικίλες εκφάνσεις του εκκλησιαστικού (;) βίου· πρωτοστατούν όμως στη δίωξη της σεξουαλικότητας οι Κανόνες που εισάγονται μετά τον 7ο αι. Και τούτο, μολονότι «στα κείμενα των Ευαγγελίων δεν υπάρχει η παραμικρή νύξη που να προσφέρει έστω και αφορμή για να υποθέσει κανείς φοβία, υποτίμηση, απέχθεια για τη σεξουαλικότητα». Ακόμα και στον Απόστολο Παύλο, που κάποιες φορές μιλάει (αναπόφευκτα) στη γλώσσα μιας ανδροκρατούμενης κοινωνίας και μιας συγκεκριμένης (εβραϊκής) παράδοσης, δεν δαιμονοποιείται ούτε η γυναίκα ούτε η σεξουαλικότητα. Κι όμως, φτάσαμε σήμερα να θεωρείται αυτονόητη η χριστιανική ταύτιση της σεξουαλικότητας με την αμαρτία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου