Το όνομά του το έχει πάρει από τον Ερωτόκριτο, το κύριο πρόσωπο του έργου, το οποίο υποδηλώνει αυτόν που έχει βασανισθεί από τον έρωτα.
Ο ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ ανήκει στην κατηγορία των επικών ποιημάτων, γράφτηκε από τον Βιτσέντζο Κορνάρο και αποτελείται από 10 χιλιάδες στίχους, σε πέντε μέρη. Θεωρείται ένα από τα αριστουργήματα της ελληνικής λογοτεχνίας,
Για τον ίδιο τον ποιητή τίποτα δεν είναι γνωστό πέραν των όσων γράφει ο ίδιος στον Επίλογό του, όπου αναφέρει ότι γεννήθηκε στη Σητεία της Κρήτης και έζησε αργότερα στο Κάστρο (Ηράκλειο). Δεν είναι επίσης γνωστό αν είχε οποιαδήποτε συγγένεια με τους Κορνάρους, μεγάλη οικογένεια ευγενών, Ενετικής καταγωγής.
Για τον ίδιο τον ποιητή τίποτα δεν είναι γνωστό πέραν των όσων γράφει ο ίδιος στον Επίλογό του, όπου αναφέρει ότι γεννήθηκε στη Σητεία της Κρήτης και έζησε αργότερα στο Κάστρο (Ηράκλειο). Δεν είναι επίσης γνωστό αν είχε οποιαδήποτε συγγένεια με τους Κορνάρους, μεγάλη οικογένεια ευγενών, Ενετικής καταγωγής.
Η πρώτη έντυπη έκδοση του ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ έγινε το 1713 στη Βενετία, ένα αντίγραφο της οποίας σώζεται στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη, ενώ στο Βρετανικό Μουσείο σώζεται ένα χειρόγραφο του 1710. Η έκδοση του 1713 ανατυπώθηκε το 1737 και ένα αντίτυπο υπάρχει σήμερα στην Εθνική Βιβλιοθήκη, στην Αθήνα. Έκτοτε έγιναν πολλές εκδόσεις στη Βενετία, σε χιλιάδες αντίτυπα και αρκετές στην Αθήνα μετά την Απελευθέρωση. Οι τελευταίες ωστόσο είναι πολύ κακής ποιότητες, γεμάτες από σφάλματα και αλλοιώσεις. Η πρώτη ολοκληρωμένη και σωστή έκδοση, η οποία βασίστηκε στις αρχικές της Βενετίας, έγινε στο Ηράκλειο της Κρήτης το 1915. Στην έκδοση αυτή υπάρχει εκτενής εισαγωγή, γλωσσάριο και βιβλιογραφία.
Η γλώσσα του ποιήματος είναι το ιδίωμα της ανατολικής Κρήτης, το οποίο θεωρείται ιδιαίτερα ανεπτυγμένο και ικανό να εκφράσει ζωηρά τόσο ιδέες όσο και συναισθήματα. Θεωρείται καλώς κατανοητό από τους Έλληνες της εποχής ενώ ακόμη και σήμερα δεν είναι υπερβολικά δύσκολο στην ανάγνωσή του.
Εκείνο πάντως που αξίζει να σημειωθεί είναι ότι αν και ο Κορνάρος θεωρείται περίπου "λαϊκός" ποιητής, χωρίς να διαφαίνεται κάποια ιδιαίτερη παιδεία εκ μέρους του, τόσο το μέτρο, όσο και η ομοιοκαταληξία στον ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟ είναι πραγματικά τέλειες, χωρίς παράλληλα να παραβιάζονται πουθενά οι κανόνες της γλώσσας ή ο σωστός τονισμός των λέξεων.
Ταυτόχρονα, η ρίμα είναι παντού ιδιαίτερα πλούσια, με μεγάλη ποικιλία και εκφράζεται αβίαστα και με πειθαρχιμένη επανάληψη. Όλα αυτά τα χαρακτηριστικά αποκτούν ακόμα μεγαλύτερη σημασία αν λάβουμε υπόψη μας και την ιδιαίτερα μεγάλη έκταση του έπους. Από αυτές τις απόψεις, το ποίημα θεωρείται εφάμιλλο των καλύτερων έργων της δημοτικής ποίησης.
Σε ότι αφορά την υπόθεση, η κριτική έχει καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ο Κορνάρος δεν μιμήθηκε κάποια προγενέστερα έργα. Παράλληλα θα συναντήσουμε πάμπολλα ελληνικά και βυζαντινά στοιχεία, ενώ υπάρχουν ομοιότητες με έργα όπως η "Ερωφίλη" και η "Θυσία του Αβραάμ". Το εκπληκτικό και εκείνο που πρέπει να κρατήσουμε είναι ότι, οι Βενετοί της Κρήτης του 15-16ου αιώνα είχαν εξελληνιστεί, καθόσον σκεπτόντουσαν τραγούδαγαν και έγραφαν σαν ¨Ελληνες.
Η διάδοση του ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, μετά την πρώτη έκδοσή του το 1713, υπήρξε τεράστια σε όλες τις περιοχές όπου ζούσε τότε ο Ελληνισμός. Μάλιστα το έπος έγινε κανονικό "λαϊκό ανάγνωσμα", το οποίο αποστηθιζόταν και απαγγελόταν σε κάθε ευκαιρία. Στίχοι του εμφανίστηκαν στη λαϊκή ερωτική ποίηση για πολλά χρόνια έκτοτε, ενώ τα δρώμενα έδωσαν αφορμή για θεατρικές παραστάσεις, δημιουργία τοπωνυμίων κ.α
Η διάδοση του ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, μετά την πρώτη έκδοσή του το 1713, υπήρξε τεράστια σε όλες τις περιοχές όπου ζούσε τότε ο Ελληνισμός. Μάλιστα το έπος έγινε κανονικό "λαϊκό ανάγνωσμα", το οποίο αποστηθιζόταν και απαγγελόταν σε κάθε ευκαιρία. Στίχοι του εμφανίστηκαν στη λαϊκή ερωτική ποίηση για πολλά χρόνια έκτοτε, ενώ τα δρώμενα έδωσαν αφορμή για θεατρικές παραστάσεις, δημιουργία τοπωνυμίων κ.α
Ήταν τέτοια η δημοτικότητα που γνώρισε ο ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ, ώστε ο ίδιος ο Αδαμάντιος Κοραής χαρακτήρισε, στις αρχές του 19ου αιώνα πλέον, τον Κορνάρο ως τον "Όμηρο της λαϊκής φιλολογίας". Αυτό έχει ιδιάιτερη σημασία καθόσον ο Κοραής θεωρούσε πάντα το επαναλαμβανόμενο μέτρο στο ποίημα αυτό σαν βαναυσότητα στη γλώσσα. Πάντως μεταγενέστερα οι Παλαμάς, Πολέμης και Δροσίνης το είχαν σαν πηγή έμπνευσης.
Στην Κρητική Δημοτική ποίηση διασώθηκε προφορικά από στόμα σε στόμα και τραγουδιέται συνεχώς για αιώνες γλυκαίνοντας την ευαίσθητη λυρική ψυχή των Κρητών. Ο πατέρας μου Μιχάλης, που δεν έχει τελειώσει το Δημοτικό, μπορεί να απαγγείλει μέχρι σήμερα πάνω από 1000 στίχους του.
Ο αείμνειστος Νίκος Ξυλούρης μας χάρισε την καλύτερη εκτέλεση του:
Τάμαθες Αρετούσα μου τα θλιβερά μαντάτα,
που ο κύρης σου μ' εξόρισε σ' τση ξενιτιάς τη στράτα;
και πώς να σ' αποχωριστώ, και πώς να σου μακρύνω,
και πώς να ζήσω δίχως σου στο ξορισμόν εκείνο;
Tα λόγια σου, Pωτόκριτε, φαρμάκιν εβαστούσαν,
κι ουδ' όλπιζα, ουδ' ανίμενα τ' αφτιά μου σ'ό,τι ακούσαν.
Και πώς μπορώ να σ' αρνηθώ; Kι α' θέλω, δε μ' αφήνει
τούτ' η καρδιά που εσύ'βαλες σ' τσ' αγάπης το καμίνι.
Kαι πώς μπορεί άλλο δεντρόν, άλλοι βλαστοί κι άλλ' άνθη,
μέσα τση πλιό να ριζωθούν, που το κλειδίν εχάθη;
Παρακαλώ, θυμού καλά, ό,τι σου λέω τώρα,
και γρήγορα μισεύγω σου, μακραίνω από τη χώρα.
Kι ας τάξω ο κακορίζικος, πως δε σ' είδα ποτέ μου,
μα ένα κερίν αφτούμενον εκράτουν, κ' ήσβησέ μου.
Όπου κι αν πάω, κι αν βρεθώ, και ότι καιρόν κι αν ζήσω,
τάσσω σου άλλη να μη δω, μηδένα ν' αντρανίσω.
Ζωγραφιστή σ' όλον το νουν έχω τη στόρησή σου,
και δεν μπορώ άλλη να δω παρά την εδική σου.
Eγώ, δεν σ' εζωγράφισα, ήβγαλα απ' την καρδιά μου
αίμα, και με το αίμα μου εγίνη η ζωγραφιά μου.
Και βγάνει από το δακτύλι της όμορφο δακτυλίδι,
με δάκρυα κι αναστεναμούς του Pώκριτου το δίνει.
Λέγει του "Nά, και βάλε το εις το δεξό σου χέρι,
σημάδι πως, ώστε να ζω, είσαι δικό μου ταίρι.
Kάλλιά'χω εσέ με θάνατον, παρ' άλλη με ζωή μου,
για σένα εγεννήθηκε στον κόσμον το κορμί μου.
Eγώ'μαι νιά και κοπελιά, και πάλι δε φοβούμαι,
και για θανάτους εκατό τον πόθο δεν αρνούμαι.
που ο κύρης σου μ' εξόρισε σ' τση ξενιτιάς τη στράτα;
και πώς να σ' αποχωριστώ, και πώς να σου μακρύνω,
και πώς να ζήσω δίχως σου στο ξορισμόν εκείνο;
Tα λόγια σου, Pωτόκριτε, φαρμάκιν εβαστούσαν,
κι ουδ' όλπιζα, ουδ' ανίμενα τ' αφτιά μου σ'ό,τι ακούσαν.
Και πώς μπορώ να σ' αρνηθώ; Kι α' θέλω, δε μ' αφήνει
τούτ' η καρδιά που εσύ'βαλες σ' τσ' αγάπης το καμίνι.
Kαι πώς μπορεί άλλο δεντρόν, άλλοι βλαστοί κι άλλ' άνθη,
μέσα τση πλιό να ριζωθούν, που το κλειδίν εχάθη;
Παρακαλώ, θυμού καλά, ό,τι σου λέω τώρα,
και γρήγορα μισεύγω σου, μακραίνω από τη χώρα.
Kι ας τάξω ο κακορίζικος, πως δε σ' είδα ποτέ μου,
μα ένα κερίν αφτούμενον εκράτουν, κ' ήσβησέ μου.
Όπου κι αν πάω, κι αν βρεθώ, και ότι καιρόν κι αν ζήσω,
τάσσω σου άλλη να μη δω, μηδένα ν' αντρανίσω.
Ζωγραφιστή σ' όλον το νουν έχω τη στόρησή σου,
και δεν μπορώ άλλη να δω παρά την εδική σου.
Eγώ, δεν σ' εζωγράφισα, ήβγαλα απ' την καρδιά μου
αίμα, και με το αίμα μου εγίνη η ζωγραφιά μου.
Και βγάνει από το δακτύλι της όμορφο δακτυλίδι,
με δάκρυα κι αναστεναμούς του Pώκριτου το δίνει.
Λέγει του "Nά, και βάλε το εις το δεξό σου χέρι,
σημάδι πως, ώστε να ζω, είσαι δικό μου ταίρι.
Kάλλιά'χω εσέ με θάνατον, παρ' άλλη με ζωή μου,
για σένα εγεννήθηκε στον κόσμον το κορμί μου.
Eγώ'μαι νιά και κοπελιά, και πάλι δε φοβούμαι,
και για θανάτους εκατό τον πόθο δεν αρνούμαι.
Όταν το διαβάζεις θες δεν θες τραγουδάς.
ΑπάντησηΔιαγραφήΛΣ