Ο Νίκος Γούναρης (Δεκέμβριος 1915
- 5 Μαΐου 1965), γεννήθηκε στη Ζαγορά του Πηλίου. Στα 4
του χρόνια σκάλιζε το μαντολίνο τού πατέρα του και μεγαλώνοντας
σπούδασε βιολί. Η παρουσία του Νίκου Γούναρη στην προπολεμικό τραγούδι είναι
μεγάλη και σημαντική. Πρωτοεμφανίστηκε το 1936, στα 18 του, γνωστός με
τραγούδια όπως τα: «Όμορφη Αθήνα», «Πες μου γιατί», «Πως θα μπορούσα
να σε ξεχάσω» κ.α. Στα 20 του ήταν περιζήτητος από τα μεγάλα
αθηναϊκά κέντρα.
Αναδείχθηκε στην Κατοχή, παράλληλα με τη συμμετοχή του στην Αντίσταση. Κατά
την περίοδο του Ελληνοϊταλικού πολέμου αναφέρεται ότι τραγούδησε πρώτος -πριν
τη Σοφία Βέμπο- το περίφημο «Κορόιδο Μουσολίνι» (σε στίχους Γιώργου
Οικονομίδη), ενώ στα χρόνια της Κατοχής συνέχισε να μετέχει δραστήρια στα
καλλιτεχνικά δρώμενα και παράλληλα να παίρνει μέρος και στον κοινό αγώνα του
έθνους κατά των ξένων κατακτητών, διακινδυνεύοντας συχνά τη ζωή του. Την εποχή
ακριβώς αυτήν της άγριας τρομοκρατίας συνθέτει και το πατριωτικό τραγούδι του
«Χαϊδάρι». Προσέφερε ανεκτίμητες υπηρεσίες στον αγώνα της απελευθέρωσης και για
τις πράξεις του τιμήθηκε με το Αριστείο της Εθνικής Αντίστασης.
Μετά την απελευθέρωση το 1947 έφυγε στην Αμερική. Από τότε,
έγινε μέλος της ελληνοαμερικανικής κοινωνίας, ερχόταν, όμως, στην Αθήνα και
ηχογραφούσε τους καινούριους δίσκους του: «Ένα βράδυ πού ‘βρεχε»,
«Για τις γυναίκες ζούμε», «Ο κόσμος άλλαξε», «Κάιρο», «Πάμε στα μπουζούκια»
κ.α.
Ο τραγουδιστής με τη βελούδινη φωνή, μεσουράνησε τη δεκαετία του 1950 στο
ελληνικό πεντάγραμμο, είτε σόλο, είτε σε συνεργασία με το Τρίο Μπελκάντο.
Υπηρέτησε με συνέπεια το λεγόμενο ελαφρό τραγούδι, αυτό που πολλοί Έλληνες
αποκαλούν «Ευρωπαϊκό».
Η δεκαετία του ’50 χαρακτηρίστηκε από τη μεγάλη κόντρα του λαϊκού και
ελαφρού τραγουδιού, το οποίο ταίριαζε απόλυτα με την προσπάθεια της Ελλάδας να
γίνει επιτέλους Ευρώπη, μετά τον αδελφοκτόνο εμφύλιο πόλεμο. Ο Γούναρης ήταν ο
κύριος εκφραστής αυτού του είδους.
Χαρακτηριστικά είναι τα λόγια του Τσιτσάνη: «Όσο υπάρχει Γούναρης δεν μπορεί το λαϊκό να σηκώσει κεφάλι». Σήμερα,
κάπου μισό αιώνα μετά, γνωρίζουμε ότι η αμφιλεγόμενη αυτή φράση δεν ευσταθούσε,
ή τουλάχιστον δεν ευσταθούσε απόλυτα. Το λαϊκό τραγούδι -αυτό που εμείς σήμερα
εννοούμε μονοσήμαντα λαϊκό τραγούδι- είχε «σηκώσει κεφάλι» πολύ πριν τον θάνατο
του Γούναρη, και τον είχε αφήσει πίσω, θα πάρει, βεβαίως, τη ρεβάνς πολύ
σύντομα, τη δεκαετία του ’60 και θα κυριαρχήσει ολοκληρωτικά τα επόμενα χρόνια.
Ο Νίκος Γούναρης αντιμετωπίστηκε με περισσότερο σεβασμό -συγκρινόμενος με
πολλούς και άξιους «ελαφρούς» ομοτέχνους του- την εποχή που το λαϊκό τραγούδι
θριάμβευε ολοκληρωτικά στις προτιμήσεις του κοινού και «ισοπέδωνε» κάθε
αντίθετο μουσικό ρεύμα. Κι αυτό ήταν αποτέλεσμα μιας διάχυτης αίσθησης ότι τα
τραγούδια του -έστω και παλαιάς κοπής- ακουμπούσαν πάντοτε στο λαϊκό αισθητήριο
και δεν είχαν «τελειώσει».
Δεν είναι τυχαίο ότι ο ίδιος απολάμβανε πάντοτε την αγάπη και εκτίμηση
σημαντικών εκπροσώπων της «άλλης πλευράς» -αυτής του λαϊκού και ρεμπέτικου
τραγουδιού- που τον εμπιστεύονταν, γλεντούσαν συχνά μαζί του και τον
«νομιμοποιούσαν» με κάθε τρόπο ως δικό τους άνθρωπο. Είναι γνωστή, π.χ., η
βαθιά εκτίμηση και ο σεβασμός που έτρεφε γι’ αυτόν ο Στέλιος Καζαντζίδης (δεν
έχανε ευκαιρία να εξυμνήσει τον ίδιο και τα τραγούδια του), όσο και η αγάπη του
Γιάννη Παπαϊωάννου, που γράφει στο βιβλίο του «Ντόμπρα και σταράτα»:
«Από αυτούς του ευρωπαϊκού, μόνο ΕΝΑΣ είναι σωστός. Ο Γούναρης. Αυτό το παιδί είναι δικός μας. Από το ρεμπέτικο ξεκίνησε, μας εκτιμά και τον εκτιμάμε»!
«Από αυτούς του ευρωπαϊκού, μόνο ΕΝΑΣ είναι σωστός. Ο Γούναρης. Αυτό το παιδί είναι δικός μας. Από το ρεμπέτικο ξεκίνησε, μας εκτιμά και τον εκτιμάμε»!
Και η πιο πάνω αναφορά αποκτά ιδιαίτερη αξία αν μπει δίπλα-δίπλα σ’ εκείνη του
Μίμη Τραϊφόρου -επιφανούς εκπροσώπου της σχολής του ελαφρού τραγουδιού- ο
οποίος έγραφε το 1982 στο οπισθόφυλλο του δίσκου Σοφία Βέμπο - Νίκος Γούναρης.
Δυο Μεγάλες Αξέχαστες Φωνές:
«Δεν ξέρω τι πιστεύετε εσείς οι σημερινοί για τη Βέμπο και τον Γούναρη, μα
εμείς οι… χτεσινοί ή μάλλον οι… προχτεσινοί, τους θεωρούμε σαν τα δύο και
μοναδικά ιερά τέρατα του ελαφρού τραγουδιού!.. Εμείς οι παλιοί, όταν λέμε
ελληνικό τραγούδι το απλώνουμε και το περιορίζουμε στη Βέμπο και στον Γούναρη.
Όχι γιατί η εποχή μας δεν έδωσε κι άλλες φωνές άξιες κι ενδιαφέρουσες, μα γιατί
η Βέμπο κι ο Γούναρης δέχτηκαν τη σφραγίδα της θείας δωρεάς και σφράγισαν με το
τραγούδι τους μια ολόκληρη εποχή σπάνιου τραγουδιού (…)».
Βέβαια, ο Νίκος Γούναρης δεν υπήρξε μόνο ένας
τραγουδιστής, αλλά και ένας πολύ αξιόλογος συνθέτης τραγουδιών. Ο συνδυασμός
των δύο ιδιοτήτων, του έδωσε τον τίτλο του τροβαδούρου. Υπήρξε ένας «performer»
που ξεσήκωνε το κοινό του. Γνώριζε απόλυτα τη μαγική συνταγή να επικοινωνεί με
αμεσότητα και αλήθεια.
Σε
κάθε περίπτωση, αυτό που καθιέρωσε τον Νίκο Γούναρη ως πρωταγωνιστή υπήρξε η
ικανότητά του να παράγει συναίσθημα, να μετατρέπει, με την κιθάρα, τη
θεία φωνή και το χαμόγελό του το κάθε του τραγούδι σε αφορμή για γλέντι ή
-ακόμα- για ένα διακριτικό δάκρυ στην άκρη του ματιού.
Μεγάλες επιτυχίες του υπήρξαν τα τραγούδια: «Αυτός ο άλλος», «Ένα βράδυ που
’βρεχε», «Σκαλί σκαλί θα κατεβώ» και «Άρχισαν τα όργανα», «Πάμε στα
μπουζούκια», «Εσύ με κάνεις να γράφω τραγούδια», «Η κότα η στρουμπουλή».
Για περίπου 20 χρόνια συνδέθηκε με την ομογένεια της Αμερικής, αλλά και με
τον υπόλοιπο Ελληνισμό που τον αντάμωνε κάθε τόσο διασχίζοντας ωκεανούς και
ηπείρους («…σαν να είμαι πουλί θα πετώ από χώρα σε χώρα»). Όταν πήγε στην Αυστραλία,
5.000 ομογενείς έσπευσαν στο αεροδρόμιο για να τον υποδεχτούν.
Στην Αμερική αγαπήθηκε περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο Έλληνα
καλλιτέχνη . Εμφανίστηκε με μεγάλη επιτυχία σε κέντρα, ξενοδοχεία και
θέατρα. Ξεχωριστή επιτυχία είχαν οι εμφανίσεις του στο « Carnegie Hall » της
Νέας Υόρκης και στο « War Memorial Theatre » του Σαν Φρανσίσκο.
Συνεργάστηκε με τις Ελληνοαμερικανικές ορχήστρες των: Γιώργου Παδρά, Γιώργου
Στρατή, Γιώργου Βιτάλη, Γιώργου Μίρρου, Πέτρου Καρά, αλλά και με δημοτικούς και
λαϊκούς μουσικούς όπως τον Πέτρο Μαμάκο, τον Ανέστη Αθανασίου, τον Κώστα
Καπλάνη, τον Μανώλη Χιώτη και ηχογράφησε πάμπολλους δίσκους 78, 45 και 33
στροφών, σε διάφορες Αμερικανικές εταιρείες.
Τον Μάρτιο του 1965 επέστρεψε άρρωστος στην Αθήνα από τις
ΗΠΑ, για να αποχαιρετήσει μια για πάντα την πόλη που αγάπησε και τραγούδησε, την
5 Μαΐου του ιδίου χρόνου, χτυπημένος από την επάρατη νόσο.
- ΠΗΓEΣ: http://www.sansimera.gr/
- http://www.oasisfm.gr/03,147,01,00.aspx
- Νίκος Γούναρης (Αρχείο ντοκιμαντέρ της ΕΡΤ)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου