«‘δός μοι ἔτι πρόφρων, καί μοι τεὸν οὔνομα εἰπὲ αὐτίκα νῦν, ἵνα τοι δῶ ξείνιον, ᾧ κε σὺ χαίρῃς: καὶ γὰρ Κυκλώπεσσι φέρει ζείδωρος ἄρουρα οἶνον ἐριστάφυλον, καί σφιν Διὸς ὄμβρος ἀέξει: ἀλλὰ τόδ᾿ ἀμβροσίης καὶ νέκταρός ἐστιν ἀπορρώξ.’ | ,, Αν με αγαπάς, ακόμα δώσε μου, και πες μου τ᾿ ονομά σου, μα τώρα ευτύς, και συ χαρούμενος το δώρο σου να πάρεις. Πλούσια είναι η γη μας, και στους Κύκλωπες απ᾿ τις βροχές του Δία δίνουν κρασί τα μεγαλόρωγα στ᾿ αμπέλια μας σταφύλια' μα ένα κρασί σαν τούτο, αθάνατο, μόνο οι θεοί το πίνουν!" | |
360 | «ὣς φάτ᾿, ἀτάρ οἱ αὖτις ἐγὼ πόρον αἴθοπα οἶνον. τρὶς μὲν ἔδωκα φέρων, τρὶς δ᾿ ἔκπιεν ἀφραδίῃσιν. αὐτὰρ ἐπεὶ Κύκλωπα περὶ φρένας ἤλυθεν οἶνος, καὶ τότε δή μιν ἔπεσσι προσηύδων μειλιχίοισι: «Κύκλωψ, εἰρωτᾷς μ᾿ ὄνομα κλυτόν, αὐτὰρ ἐγώ τοι | Eίπε, κι εγώ από το φλογόμαυρο κρασί ξανακερνούσα᾿ τρεις φορές του 'δωκα, τρεις το άδειασε κι ο ανέμυαλος ως κάτω. Σαν είδα το κρασί στου Κύκλωπα τα φρένα να 'χει ανέβει, γλυκομιλώντας του αποκρίθηκα κι αυτά του συντυχαίνω: ,, Το ξακουστό γυρεύεις, Κύκλωπα, να μάθεις όνομα μου· |
365 | ἐξερέω: σὺ δέ μοι δὸς ξείνιον, ὥς περ ὑπέστης. Οὖτις ἐμοί γ᾿ ὄνομα: Οὖτιν δέ με κικλήσκουσι μήτηρ ἠδὲ πατὴρ ἠδ᾿ ἄλλοι πάντες ἑταῖροι.’ «ὣς ἐφάμην, ὁ δέ μ᾿ αὐτίκ᾿ ἀμείβετο νηλέι θυμῷ: «Οὖτιν ἐγὼ πύματον ἔδομαι μετὰ οἷς ἑτάροισιν, | θα το 'χεις, μα και συ που 'ταξες να μου χαρίσεις δώρο! Κανένας τ᾿ όνομά μου, κι όλοι τους Κανένα με φωνάζουν, κι η μάνα μου μαθές κι ο κύρης μου κι οι επίλοιποι σύντροφοι.» Είπα, κι εκείνος με ανελέημονη καρδιά μου απηλογήθη: ,, Θ᾿ αφήσω τον Κανένα ολόστερνο να φάω᾿ πιο πριν τους άλλους |
370 | τοὺς δ᾿ ἄλλους πρόσθεν: τὸ δέ τοι ξεινήιον ἔσται. «ἦ καὶ ἀνακλινθεὶς πέσεν ὕπτιος, αὐτὰρ ἔπειτα κεῖτ᾿ ἀποδοχμώσας παχὺν αὐχένα, κὰδ δέ μιν ὕπνος ᾕρει πανδαμάτωρ: φάρυγος δ᾿ ἐξέσσυτο οἶνος ψωμοί τ᾿ ἀνδρόμεοι: ὁ δ᾿ ἐρεύγετο οἰνοβαρείων. | θα φάω συντρόφους του· το δώρο μου για σένα ετούτο θα 'ναι!» Αυτά είπε, κι έγειρε τ᾿ ανάσκελα, και βρέθη ξαπλωμένος με το χοντρό του σβέρκο ανάζερβα, και βούλιαξε στον ύπνο τον παντοδαμαστή᾿ κι ανάβλυζαν κρασί και βούκες σάρκες ανθρωπινές απ᾿ το λαρύγγι του, και ξέρναε μεθυσμένος. |
375 | καὶ τότ᾿ ἐγὼ τὸν μοχλὸν ὑπὸ σποδοῦ ἤλασα πολλῆς, ἧος θερμαίνοιτο: ἔπεσσι δὲ πάντας ἑταίρους θάρσυνον, μή τίς μοι ὑποδείσας ἀναδύη. ἀλλ᾿ ὅτε δὴ τάχ᾿ ὁ μοχλὸς ἐλάινος ἐν πυρὶ μέλλεν ἅψεσθαι, χλωρός περ ἐών, διεφαίνετο δ᾿ αἰνῶς, | Μεμιάς εγώ βαθιά παράχωσα στη θράκα το παλούκι, ως να πυρώσει μόνο, κι έδινα μιλώντας στους συντρόφους κουράγιο, μήπως απ᾿ το φόβο του κανείς αναγυρίσει. Σαν ήρθεν η ώρα πια το ελίτικο παλούκι να κορώσει, χλωρό κι ας ήταν, και κοκκίνιζε σαν κάρβουνο αναμμένο, |
Ένα από τα συμπεράσματα είναι να μην υποτιμάς κανένα αντίπαλο.
ΑπάντησηΔιαγραφή