Απόδειξη, κατά Κώστα Ζουράρι, για το πως γίνεται η αλλοτρίωση ενός προσώπου, δηλαδή πως ένα κυρίαρχο σύστημα πετυχαίνει την αναπαραγωγή του, διαλέγοντας τα καλύτερα παιδιά των υποτελών - νικημένων και μετατρέποντας τον υποτελή ταλαντούχο μαθητή σε εθελοντή και φανατικό, διότι νεοφώτιστο, γενίτσαρο.
H συνταγή είναι απλή και την έχουν εφαρμόσει όλες οι εν τω κόσμω αυτοκρατορίες, οι οποίες γνωρίζουν ότι η κυριαρχία δεν εξασφαλίζεται μόνον με την κυριαρχία επί των σωμάτων, αλλά κυρίως, με την άλωση των ψυχών. H ηγεμονία, όπως το διαπιστώνει ο Πλάτων, ασκείται πειθοί τε και βία. Κι εδώ, το καθ\' ημάς συναμφότερον!
H συνταγή, η απλή.
α) Παίρνεις, ένα παιδί, που τόχεις διαλέξει ταλαντούχο ή το έχεις διακρίνει μέσα από τα συστήματα επιλογής-απορρίψεως (το Σχολείο). Το παιδί που έρχεται από μια νικημένη κοινωνία, όπως η ελληνική από το 1204 ή οι αφρικανικές, ασιατικές, λατινο-αμερικανικές κ.λπ., το παιδί λοιπόν αυτό έχει συνήθως «βγάλει» ένα κακό σχολείο, το οποίο λειτουργεί κακήν κακώς σε μια ξεχαρβαλωμένη, λόγω της ήττας, κοινωνία.
β) H νικημένη κοινωνία και ιδιαίτερα οι αρχηγοί της, έχουν ένα βαθύτατο αίσθημα κατωτερότητας έναντι του νικητή και προσπαθούν, για να απαλλαγούν από την ήττα τους, να δουν, και πολύ σωστά, για ποιούς λόγους υπερέχει ο νικητής.
Συνήθως, και αυτό είναι νόμος των κοινωνιών, εκτός των υλικών συνθηκών, ως κύρια αιτία της υπεροχής των νικητών αναγορεύεται το εκπαιδευτικό τους σύστημα. Κι αυτό, πολλές φορές έχει ψήγματα αλήθειας. H παιδεία, ναι, παράγει Ισχύν.
Αρα:
γ) Σύσσωμη η νικημένη ηγεσία, αλλά και σύσσωμη -με καθυστέρηση- η νικημένη κοινωνία, προσπαθεί να διδαχθεί, να μιμηθεί και να πραγματοποιήσει τις γνώσεις, τις συνήθειες, τα ήθη και την ψυχαγωγία των νικητών. Το ίδιο προσπαθούν να κάνουν απ’ την μεριά τους οι νικητές: να αλλοιώσουν τους νικημένους, να τους διδάξουν τα δικά τους, με σκοπό όχι βέβαια την απελευθέρωσή τους, αλλά για να εμφυσήσουν στους υποτελείς ένα μόνιμο αίσθημα θαυμασμού προς τους νικητές τους, δηλαδή ένα οριστικό σύνδρομο μειονεξίας.
δ) Το ταλαντούχο παιδί των νικημένων, το παραλαμβάνει ένα κατά τεκμήριον -προσοχή όχι ανώτερο- αλλά ένα δυνατώτερο σύστημα. Το σύστημα το αμερικανο-αγγλο-γαλλο-γερμανικό γυαλίζει για το παιδί της Ψωροκώσταινας. Το ελληνάκι μου, ή το αφρικανάκι μου φτάνει στις «πρωτεύουσες» των επιστημών και των γραμμάτων, χωρίς να ξέρει καλά-καλά την γλώσσα του, τον πολιτισμό του, το παιδί μου είναι συνήθως φτωχόπαιδο, φτωχής οικογένειας, φτωχής εξαρτημένης περιφερειακής κοινωνίας, ενώ το κεντρικό εκπαιδευτικό σύστημα ΓΥΑΛΙΖΕΙ. Οι «πνευματικές» αποικιοκρατικές πρωτεύουσες ΛΑΜΠΟΥΝ.
ε) Το νικημένο μου φτωχόπαιδο έχει ηλικία ανάμεσα στα 18 και 22. Είναι άπραγο και άβγαλτο βλαστάρι. Φτωχό, νικημένο, άγλωσσο και ξενιτεμένο, ξερριζωμένο.
στ) Το παραλαμβάνουν δάσκαλοι που γυαλίζουν, πανεπιστήμια που γυαλίζουν, ήθη που γυαλίζουν, διασκεδάσεις που γυαλίζουν.
Οικογένεια εκεί κοντά δεν υπάρχει, κοινωνία συγκροτημένη είναι μόνον η ξένη. Και η γλώσσα γύρω-γύρω, το περικυκλώνει, ξένη. Και έτσι λοιπόν, το παιδί μου χωρίς στηρίγματα, το βλαστάρι μου ανάμεσα στα μικρά του δεκαοχτώ χρόνια και τα άπραγα εικοσιδυό του, δεν μπορεί να ξεχωρίσει τί απ’ όσα γυαλίζουν είναι ντενεκές και τί είναι χρυσός. Το άπραγο παιδί μου, δηλαδή, δεν μπορεί να ασκήσει Διάκρισιν. Παίρνει ό,τι του προσφέρει η μηχανή που το κατασκευάζει, βγαίνει τέτοιος κιμάς, όπως τον έκοψε η πνευματική κρεατομηχανή που τον αλέθει.
Όταν μάλιστα το νικημένο παιδάκι μου το ξεχωρίσει ο ινστρούχτοράς του, το καλέσει σπίτι του και, έξω από τα μαθήματα, του «χαρίσει την εύνοια» του, δείχνοντάς του το πως ο ινστρούχτορας ζει, με τί ψυχαγωγείται, τί μουσική τον θέλγει και πως γαστρονομεί τον λόγον της αληθείας του, τότε σιγά - σιγά, μαγεμένο και εκμαυλισμένο, το παιδί του παιδομαζώματος, μεταμορφώνεται, ελευθέρως(;) και αβιάστως(;) σε εν ενεργεία γενίτσαρο και σε συνήθη χάσκακα.
Χάσκει σε ό,τι χαίνει λαμπερά μπροστά στην άδολη μύτη του και βεβαίως δεν βλέπει πέρα από την χάσκουσα μύτη του. Το παιδί μου του παιδομαζώματος είναι πάντοτε μόνο του στην ξενιτειά, μέσα στα ξένα ήθη, στην ξένη γλώσσα και στην ξένη επικυριαρχία. Το βλαστάρι μου ξεραίνεται. Το παιδί μου του παιδομαζώματος, αποξενωμένο από την μήτρα του και μορφωμένο πια, παρα-μορφωμένο, μπορεί να μείνει χρόνια εις την ξένην, ξένος, ή καλοπαντρεμένος, δηλαδή κακότυχος. Νέα εξάρτηση τότε, νέα ασυμβατότης, αλλά γι’ αυτά, άλλοτε.
Το παιδί μου κάποτε, ίσως, εκεί γύρω στα τριάντα του - σαράντα του, ίσως επιστρέψει. Και τότε θα υπάρξουν τα εξής: Τα καλόπιστα: Θα θελήσει να μεταφέρει όσα έμαθε, εδώ, για το καλό μας. Και, ιδιαίτατα στις κοινωνικές επιστήμες, εκεί δηλαδή όπου οι άνθρωποι ανιχνεύουν με ποιούς φανερούς και αδήλους τρόπους, ζούνε όλοι μαζί, εκεί, το παιδί του παιδομαζώματος θα δει ότι αυτά που έμαθε αλλού, δεν κολλάνε με τα εδώ: το βλαστάρι, μαραμένο, είναι αλλού μπολιασμένο, κι εδώ, ξεραμένο. Το παιδί του παιδομαζώματος θα διαπιστώσει πανικόβλητο, ότι αγνοεί την εδώ κοινωνία, τον πολιτισμό της και το όλο πρόσωπό της. Αγνοεί τον τρόπο, που το γέννησε.
Και τότε, ο νέηλυς φέρελπις της επιστήμης, νοσταλγώντας τον τόπο της κατασκευής του, θα αρχίσει να αεροβατεί και να αερολογεί: θα προτείνει προγράμματα σπουδών, εδώ μεν άτοπα, τόπον όμως έχοντα ενδεχομένως στην Κανταβρυγίαν: εδώ μεν άστοχα, στόχον όμως έχοντα αστόχως, την εκ Μεδιολάνου επιδοκιμασίαν... K.O.K.
O νέηλυς άπελπις της επιστροφής, τότε, θα ζαρώνει. Θα συρρικνώνεται στις μίζερες βεβαιότητες(;), που του έχτισαν μέσα του, άλλοι και ξένοι, στις τόσο ως γνωστόν βέβαιες(;) ηλικίες, τις τόσο θωρακισμένες ηλικίες των δεκαοχτώ - εικοσιτόσο...
Και θα ζαρώνει και θα πικραίνεται. Και θα ελεεινολογεί την καθυστέρηση των εδώ, που δεν τον καταλαβαίνουν, που «έμειναν επαρχιώτες», που δεν ακολουθούν την πρόοδο, που επειδή μειονεκτούν, έχουν σύμπλεγμα κατωτερότητας και «εδώ δεν γίνεται τίποτε» και «μετάνιωσα που γύρισα»... Ποιός όμως γύρισε;
Να διαφωνήσω λίγο;
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαταρχήν ο Ζουράρις δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση μία από τις προσωπικές μου επιλογές.
Κατά δεύτερον, πιθανότατα στο κείμενο αυτό δεν περιγράφει κανέναν άλλον εκτός του εαυτού του. Κάτι παρόμοιο διδάσκει και η ψυχολογία με την θεωρία της "προβολής".
Τρίτον, τί θέλει να πει ο ποιητής; Γιατί αν κατηγορεί όσους Έλληνες έφυγαν φτωχοί, διέπρεψαν στο εξωτερικό και, γυρνώντας βλέπουν και κατηγορούν τα χάλια της πατρίδας μας, τότε αυτό είναι απολύτως ορθό, άρα τσάμπα γράφει όσα γράφει.
Τέλος, ας το πάρουμε απόφαση: ΔΕΝ ΖΟΥΜΕ ΣΤΗΝ ΚΑΛΥΤΕΡΗ ΧΩΡΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ. Τελεία.
Οι κοινωνικές δομές είναι τριτοκοσμικές, το περιβάλλον καταστρέφεται, τα παραδοσιακά μας κοσμήματα όπως η φιλοξενία, το φιλότιμο και η λεβεντιά έχουν παρέλθει και ξεχαστεί προ πολλού και, τέλος, ζούμε μόνιμα σε μια μεταραγιαδική εποχή όπου μόνο κατάθλιψη και τάσεις φυγής προκαλεί σε κάθε σκεπτόμενο.
Και για να απαντήσω και στην τελευταία ερώτηση: Ποιός όμως γύρισε;
Γύρισε ο Πολίτης του Κόσμου, και, ναι, εμείς μείναμε επαρχιώτες (χωρίς εισαγωγικά), εδώ δεν γίνεται τίποτε (χωρίς εισαγωγικά) και μετάνιωσε που γύρισε (χωρίς εισαγωγικά).
Αυτά, Φίλε και Αδερφέ και να με συμπαθάς για την διαφωνεία μου!
Αυτοί που μένουν και αυτοί που φεύγουν ...,
ΑπάντησηΔιαγραφήαλλά αυτοί που ξαναγυρίζουν προσπαθώντας να επιβάλλουν τα ξένα μοντέλα ,γιατί θεωρούν τους εαυτούς τους πιο 'Ελληνες από τους ιθαγενείς χρήζουν της προσοχής μας ή γενικά προσοχή γιατί κτίζουν την εικόνα του "σωτήρα", ως καλοί "αρχιμάστορες". Πάντα βέβαια θυσιάζεται η γυναίκα του πρωτομάστορα...φιλικά marian
@ Al Theo
ΑπάντησηΔιαγραφήΔεν συμφωνώ κατ' ανάγκη με τον Ζουράρι, μία πολύ ιδιόμορφη προσωπικότητα, όπως εύστοχα επισήμανες. Τον έχω γνωρίσει προσωπικά και είναι πολύ κυνικός, κυρίως με τον εαυτό του, τον οποίο κρίνει σκληρά. Μου αρέσει όμως η κεντρική ιδέα του άρθρου του που την προσέγγισε η φίλη μου η Marian.
Ποιός γύρισε όμως αληθινά, ψυχή τε και σώματι;
Συμφωνώ μαζί σου για τον πολίτη του κόσμου, ο οποίος ενώ έχει αλλάξει ορατότητα και μπορεί να βλέπει μακριά, εμάς μας βλέπει θολούς!