Η μεταπρατική μετάλλαξη του Ελληνισμού σηματοδοτεί τη συρρίκνωση και την «ήττα» του «ελληνικού τρόπου παραγωγής» μιας εμπορευματικής, μη καπιταλιστικής –ενταγμένης μάλλον στο σχήμα μιας ιδιότυπης «μανιφακτούρας»– παραγωγής, που μεγαλούργησε προς στιγμήν στις συντεχνίες, στη ναυτιλία μας, στα Μαντεμοχώρια, στα Αμπελάκια, στη Μοσχόπολη, ακόμα και στο χιώτικο δίκτυο.
Η κοινοτική μορφή οργάνωσης του ελληνισμού, όπως τονίζει ο Πανταζόπουλος, αποτελεί τη «μικρο»-πολιτική-πολιτειακή μορφή έκφρασης αυτού του «συνεταιριστικού», προ-καπιταλιστικού, ή μάλλον μη-καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, στηριγμένου στη μικροϊδιοκτησία, τη δικτυακή διασύνδεση, τις «συντροφίες» και τις συντεχνίες.
Ωστόσο, αυτή η κοινοτική μορφή οργάνωσης δεν θα αποδειχθεί ικανή να προστατεύσει τις ελληνικές συσσωματώσεις –είτε τις στρατιωτικές, όπως στο Σούλι που θα υποκύψει στον Αλή πασά, είτε τις οικονομικές, όπως τη Μοσχόπολη–, ενώ, μετά το πέρας των ναπολεόντειων πολέμων, θα υποκύψει απροστάτευτη στον επιθετικό ανταγωνισμό του βιομηχανικού δυτικού καπιταλισμού – όπως θα συμβεί με τα Αμπελάκια.
Ακόμα και οι ναυτικές κοινότητες των νησιών, που είχαν αναπτυχθεί εκμεταλλευόμενες τον αμερικανο-αγγλικό πόλεμο, τη ρωσική προστασία, τους ρωσο-τουρκικούς πολέμους και προπαντός τον ηπειρωτικό αποκλεισμό, κατά τη διάρκεια της γενικευμένης ευρωπαϊκής αναταραχής –που αρχίζει με τη γαλλική επανάσταση και τελειώνει με το Βατερλώ–, θα αντιμετωπίσουν την πρώτη γενικευμένη κρίση τους κατά τη δεύτερη δεκαετία του 19ου αιώνα.
Για τον κοινοτικά οργανωμένο ελληνικό τρόπο παραγωγής υπήρχαν δύο και μόνο δρόμοι.
-Είτε να αποκτήσει ένα δικό του κράτος, ικανό να τον προστατεύσει και να επιτρέψει τη διευρυμένη αναπαραγωγή του, -είτε να ακολουθήσει και να ολοκληρώσει την οδό της μεταπρατικής υποστροφής και της παρασιτικής ενσωμάτωσης.
Η επανάσταση του ’21 θα αποτελέσει έτσι την απάντηση του κοινοτικά οργανωμένου ελληνισμού στη διπλή πίεση της βιομηχανικής καπιταλιστικής Δύσης και της συμμάχου της, της κρατικά οργανωμένης οθωμανικής λεηλασίας. Και γι’ αυτό σε αυτή θα συμμετάσχουν εν τέλει, παρά τους δισταγμούς τους, Έλληνες της διασποράς, έμποροι της Κωνσταντινούπολης, εφοπλιστές και ναυτικοί των νησιών.
Ωστόσο, το ελληνικό κράτος, που θα συγκροτήσει μετά από πολλούς αγώνες ο ελληνισμός, θα είναι ένα αδύναμο και εξαρτημένο κράτος, όσο επέτρεψαν οι μεγάλες δυνάμεις, ανίκανο να προστατεύσει και να αναπαραγάγει μια αυτόκεντρη αναπτυξιακή πορεία.
Υπ’ αυτές τις συνθήκες, η διεθνοποίηση των ελληνικών εμπορικών οίκων, των βιεννέζων Μοσχοπολιτών της οικογένειας Σίνα και των κατ’ εξοχήν διεθνοποιημένων Χίων εμπόρων, χωρίς την ύπαρξη μιας αναλόγου βάρους εθνικής οικονομικής βάσης, οδηγούσε αναπόφευκτα στη σταδιακή απομάκρυνση από την ελληνική κοινότητα και, εν τέλει, από την ίδια την ελληνική ταυτότητα. Και οι Χιώτες, οι μεγαλύτεροι έμποροι του ελληνικού κόσμου, δεν αποτελούν παρά την πιστότερη εικόνα μιας εξέλιξης καθολικών διαστάσεων.
Η ναυτιλία υπήρξε η μόνη διεθνής δραστηριότητα που συντηρούσε μία σχέση με τη γενέθλια γη, κυρίως εξ αιτίας της επάνδρωσης του ποντοπόρου στόλου με Έλληνες ναυτικούς.
Σταδιακώς, όμως –στις τελευταίες δεκαετίες του 20ού και κατ’ εξοχήν κατά την πρώτη δεκαετία του 21ου αι.– απελληνοποιήθηκαν και τα πληρώματα των πλοίων σε τεράστια έκταση έτσι, αδυνάτισαν ακόμα περισσότερο οι σχέσεις ανάμεσα σε μια ναυτική δραστηριότητα, που ασκείται σε ένα κυριολεκτικά πλανητικό θέατρο και η οποία έχει ως μεταφορικό επίκεντρο την… Κίνα και χρηματιστικό-ασφαλιστικό το Λονδίνο και τη Νέα Υόρκη, – με την Ελλάδα να λειτουργεί μόνον, ή κατ’ εξοχήν, ως υποδοχέας τραπεζιτικών και καταναλωτικών δραστηριοτήτων.
Και όμως οι εφοπλιστές ακόμα και στη σημερινή, αποσυνδεδεμένη από την ελληνική αγορά μετεξέλιξή τους, διατηρούν ισχυρά στοιχεία από τη δικτυακή, οικογενειακή και «μανιφακτούρικη» παράδοση της ελληνικής οικονομίας.
Διαμορφώνεται τωόντι το παράδοξο της ηγεμονίας μιας ελίτ, η οποία αισθάνεται –και αποτελεί εν πολλοίς– μέρος των δυτικών ελίτ, μεταβάλλοντας την ίδια της τη χώρα σε ημι-αποικία!
Δεν πρόκειται για μια διαπίστωση ηθικού χαρακτήρα, αλλά για μια κατ’ εξοχήν υλική, αντικειμενική διαδικασία, κατά τη διάρκεια εξέλιξης της οποίας παρεμποδίστηκαν και υπονομεύθηκαν οι ελληνικές παραγωγικές δραστηριότητες έτσι, οι Έλληνες επιχειρηματίες στράφηκαν υποχρεωτικά προς μεταπρατικές δραστηριότητες, «συμμαχώντας» με τους ίδιους τους δημίους τους, είτε τους Τούρκους πασάδες, που έλεγχαν τη διαδικασία της παραγωγής πρώτων υλών, και το οθωμανικό κράτος, είτε τους ανταγωνιστές τους, τους δυτικούς βιομηχάνους, εμπόρους και τραπεζίτες.
Και βεβαίως, σήμερα, μετατρέπουν και το κράτος, το οποίο ελέγχουν, σε ένα ιδιότυπο προτεκτοράτο των κυρίαρχων δυνάμεων και –γιατί όχι;– και του επανακάμψαντος νεο-οθωμανισμού.
Στις μέρες μας, αυτή η διαδικασία ολοκληρώθηκε, με την καταναλωτικού χαρακτήρα ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση και την Ευρωζώνη και την πρόσκαιρη μετοχή και μέθεξη στο δυτικό σύστημα αξιών του συνόλου του ελληνικού λαού, με καταναλωτικό-παρασιτικό τρόπο.
Ωστόσο, τη στιγμή της κρίσης, αναδεικνύεται ανάγλυφη η άλλη όψη του νομίσματος, ότι δηλαδή η Ελλάδα είναι ταυτόχρονα και ημιαποικία της Δύσης και, κατά συνέπεια, καλείται πρώτη να αντιμετωπίσει και να υποστεί, ως οιονεί πειραματόζωο, τις συνέπειες της καθολικής κρίσης της δυτικής ηγεμονίας.
Γιώργος Καραμπελιάς
Απόσπασμα Άρθρου Περιοδικού τ.2 "Νέος Ερμής ο Λόγιος"
http://ardin-rixi.gr/archives/3023
http://ardin-rixi.gr/archives/3023
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου