Του Στράτου Θεοδοσίου
Αληθινά, ποια είναι η σχέση μεταξύ θρησκείας και επιστήμης; ή μάλλον θρησκευτικού δόγματος και επιστήμης; Σύγκλιση ή αντιπαλότητα; Σχέση παράλληλη ή ασύμβατη; Είναι πραγματικά άβολη η σχέση θρησκείας και επιστήμης;
- Ο αναβιωτής του ηλιοκεντρισμού, ο Κοπέρνικος ήταν σύμφωνα με τον Λούθηρο: Ο ηλίθιος που ήθελε να ανατρέψει την επιστήμη της αστρονομίας.
- Στη συνέχεια ο Τζορντάνο Μπρούνο κάηκε ζωντανός για τις ιδέες του και ο Γαλιλαίος περιορίστηκε κατ’ οίκον.
- Γιατί;
Η απάντηση βρίσκεται στο αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι όλοι αυτοί οι επιστήμονες, αποδεικνύοντας το αβάσιμο του γεωκεντρισμού, ταυτόχρονα υπονόμευαν κατά ουσιαστικό τρόπο τον εγωκεντρισμό ή ανθρωποκεντρισμό.Δηλαδή τη βασική παραδοχή της χριστιανικής κοσμοαντίληψης, κατά την οποία ο άνθρωπος είναι το κέντρο και ο σκοπός της δημιουργίας.
Ο Γερμανός νεοκαντιανός φιλόσοφος και ιστορικός της Φιλοσοφίας Βίλχελμ Βίντελμπαντ (Wilhelm Windelband, 1848-1915) απέδωσε στη χριστιανική κοσμοθεωρία έναν «ανθρωποκεντρικό χαρακτήρα», γιατί σ’ αυτήν – διαφορετικά από ό,τι στην αρχαία ελληνική σκέψη– ο άνθρωπος και η ιστορία γίνονται επίκεντρο του Σύμπαντος.
Ο ανθρωποκεντρισμός ξεκίνησε μέσα από την πτολεμαϊκή αντίληψη του Σύμπαντος –με τη Γη στο κέντρο του– και τη θρησκευτική άποψη πως ο άνθρωπος είναι το κεντρικό πλάσμα του Δημιουργού και όλα τα άλλα στρέφονται γύρω από αυτόν.
Η σπάνια ανεξαρτησία σκέψης σε συνδυασμό βέβαια με μια ολοκληρωμένη γνώση της Αστρονομίας και της Κοσμολογίας, γνώση που δεν ήταν εύκολα προσιτή την εποχή εκείνη, αποτέλεσαν τα αναγκαία εφόδια ώστε ο Κοπέρνικος, ο Τζορντάνο Μπρούνο, ο Γαλιλαίος και ο Κέπλερ να εκθέσουν με πειθώ την ανωτερότητα της ηλιοκεντρικής εκδοχής τους.
Αυτή η μεγαλειώδης πρόταση του Κοπέρνικου, που αναβίωσε την ηλιοκεντρική θεωρία του Αρίσταρχου του Σάμιου, δεν προετοίμασε μόνο τον δρόμο για τη σύγχρονη Αστρονομία, αλλά παράλληλα βοήθησε στο να επιτευχθεί μια αποφασιστική αλλαγή στον τρόπο που ο άνθρωπος αντιμετώπιζε το Σύμπαν.
Όταν έγινε κατανοητό ότι η Γη δεν ήταν το κέντρο του Σύμπαντος, αλλά ένας από τους πλανήτες του Ήλιου στο ηλιακό πλέον σύστημα, η ψευδαίσθηση για την κεντρική σπουδαιότητα του ίδιου του ανθρώπου, έχασε το στήριγμά της. Επομένως, η ηλιοκεντρική θεωρία δεν ήταν αρεστή στη Δυτική Εκκλησία γιατί δεν συμβάδιζε με τις «θέσεις» της Βίβλου, αντίθετα με τις αρχαία ελληνική γεωκεντρική θεωρία.
Όταν λοιπόν η επιστήμη κατέρριψε τον ανθρωποκεντρικό μύθο, πρώτα δείχνοντας πως η Γη, το ενδιαίτημα του ανθρώπου, δεν κατέχει το κέντρο του Σύμπαντος και στη συνέχεια αποδεικνύοντας πως ακόμα και ο άνθρωπος είναι προϊόν εξέλιξης, τότε η ρήξη της με την Καθολική Δυτική Εκκλησία ήταν οριστική.
Κηρύχτηκε λοιπόν ένας άγριος πόλεμος εναντίον των ηλιοκεντριστών, όχι μόνο επειδή το σύστημα το οποίο υποστήριζαν ερχόταν σε ουσιαστική σύγκρουση με τις Γραφές, αλλά και γιατί η γεωκεντρική θεωρία, που υποστήριζε την απόλυτη ακινησία της Γης, βρισκόταν σε συμφωνία και με την ουράνια μηχανική του πανεπιστήμονα Αριστοτέλη.
Ο Αριστοτέλης είχε επηρεάσει βαθιά τη θεολογία του Καθολικισμού του Μεσαίωνα και η απόρριψη της γεωκεντρικής θεωρίας θα ελάττωνε τόσο κύρος του μεγάλου φιλόσοφου, όσο και τη θεολογική θέση της Εκκλησίας. Κατ’ αυτόν τον τρόπο έγινε φανερό ότι η υποστήριξη της γεωκεντρικής θεωρίας ήταν ουσιαστικά θέμα εκκλησιαστικής εξουσίας. Αυτός λοιπόν ήταν και ο κύριος λόγος που παρακίνησε τον Πάπα Ουρβανό Η΄ (1623-1644) να κινήσει τη διαδικασία εναντίον του Γαλιλαίου και να περάσει τη θεωρία και το βιβλίο του Κοπέρνικου στο Index Librorum Prohibitorum.
Ο χώρος του Σύμπαντος, με τη Νέα Αστρονομία και Φυσική, αρχικά ξεφεύγει από το σύνολο των αριστοτελικών διαφοροποιημένων χώρων, ταυτίζεται στη συνέχεια με τον χώρο όπως αυτός ορίζεται από την Ευκλείδεια γεωμετρία, δηλαδή χώρος ομογενής και ισότροπος, για να καταλήξει τελικά, κατά τον 19ο και 20ό αιώνα, στον αδιευκρίνιστο, για τον κοινό ανθρώπινο νου, χώρο των μη Ευκλείδειων γεωμετριών.
Ο Κέπλερ, μυστικιστής και θρησκόληπτος, πίστευε ότι το Σύμπαν έβριθε από άρρητες και μυστικές δυνάμεις. Είχε την πεποίθηση ότι από τη στιγμή που μετέφερε τις μαθηματικές αρμονίες στη μελέτη της ουράνιας σφαίρας, ταυτόχρονα συνέδεε τις πλανητικές τροχιές με τέλεια γεωμετρικά σχήματα.
Σύμφωνα με αυτόν τον χαρισματικό Γερμανό αστρονόμο, μόνον οι κινήσεις των ουρανίων σωμάτων, αέναες και τέλειες, προσφέρονταν για μαθηματική και γεωμετρική ανάλυση, εφόσον υποστήριζε ότι η Αστρονομία έπρεπε να βασίζεται στις αρχές της γεωμετρικής απλότητας. Ωστόσο, ο Κέπλερ ήταν προτεστάντης και ως τέτοιος δεν αισθάνθηκε ποτέ την πίεση του Καθολικισμού και της Ιεράς Εξέτασης.
Ύστερα από τις παρατηρήσεις και τις θεωρητικές μελέτες των δύο αυτών σπουδαίων αστρονόμων, του Γαλιλαίου και του Κέπλερ, η εκθρόνιση της Γης από την πλανητική πρωτοκαθεδρία της ήταν γεγονός. Μετά από χιλιάδες χρόνια ηγεμονίας του μικρού πλανήτη μας, το ηλιοκεντρικό σύστημα εδραιώθηκε και ο Ήλιος κατέλαβε δικαιωματικά τη θέση που κατείχε η Γη στο αντίστοιχο γεωκεντρικό σύστημα.
Οι άφθαρτες κρυστάλλινες σφαίρες στο κλειστό αριστοτελικό γεωκεντρικό σύστημα με την άρτια εσωτερική διάταξη και την αδιατάραχτη ιεραρχία αντικαταστάθηκαν από τη νέα Κοσμολογία, που υιοθετούσε ένα άπειρο, άνευ ουδεμιάς φυσικής ιεραρχίας Σύμπαν.
Ο Κέπλερ, με τη Νέα Αστρονομία, που συνέγραψε το 1609, ήρθε σε αντίθεση με τις καθεστηκυίες ιδέες. Η υιοθέτηση της υλικής κινητήριας δύναμης –που εισηγήθηκε– αποτέλεσε το κύριο πλήγμα στη θεϊκά δημιουργημένη κοσμική τάξη, την οποία είχε επιβάλει στη δυτική διανόηση η αριστοτέλεια Φυσική.
Συμπερασματικά μπορούμε να πούμε ότι ο χαρισματικός Γαλιλαίος με τις ανεπανάληπτες παρατηρήσεις του και ο ιδιοφυής Κέπλερ, με τις θεωρητικές μελέτες του, ήταν οι πραγματικοί θεμελιωτές του νεότερου ηλιοκεντρικού συστήματος και οι νομοθέτες του πλανητικού μας συστήματος.
Ο μεν πρώτος, με τις παρατηρήσεις του το 1609 με το πρωτοεμφανιζόμενο τότε τηλεσκόπιο, ο δε δεύτερος πάλι το 1609 έγραψε τη Νέα Αστρονομία, που πραγματικά τοποθετούσε σε νέες βάσεις την επιστήμη των ουρανών, αφού σ’ αυτό το έργο του παρουσίαζε τους δύο από τους τρεις βασικούς νόμους του που διέπουν τις κινήσεις των πλανητών.
Οι τροχιές των πλανητών είναι ελλείψεις τη μία εστία της οποίας κατέχει ο Ήλιος και η επιβατική ακτίνα, που συνδέει τον Ήλιο με τον πλανήτη, διαγράφει σε ίσους χρόνους ίσα εμβαδά. Επομένως, η παρατηρησιακή θεμελίωση της ηλιοκεντρικής θεωρίας οφείλεται αποκλειστικά στον Γαλιλαίο, όπως η αντίστοιχη μαθηματική και αστρονομική θεμελίωσή της αποκλειστικά και μόνον στον Γιοχάνες Κέπλερ.
Μετά από όλα όσα αναφέραμε, η ηλιοκεντρική θεωρία, του Αρίσταρχου του Σάμιου και του αναβιωτή της, Νικόλαου Κοπέρνικου, ήταν –σύμφωνα με την Εκκλησία– βλασφημία γιατί έσπερνε νέες ιδέες για μια επιστήμη απαλλαγμένη από τον χαλινό του Καθολικισμού και της Ιερής Εξέτασης.
Γι’ αυτόν τον λόγο το 1616, για να επανέλθουμε στο χρονικό μας πλαίσιο, η ηλιοκεντρική θεωρία του Αρίσταρχου και του Κοπέρνικου καταδικάστηκε από την Καθολική Εκκλησία ως παράλογη, ασεβής και «ψευδό-επιστημονική». Και αυτό έως το 1820, οπότε η ηλιοκεντρική θεωρία θεωρήθηκε από την Εκκλησία ως μάλλον «αποδεδειγμένη» και «επιστημονική», και σταμάτησαν τόσο η δίωξη όσο και οι διωγμοί εναντίον των υποστηρικτών της, που, όπως έχουμε αναφέρει, είχαν αρχίσει το 1616.
Υπάρχει λύση; Και βέβαια! Η λύση βρισκόταν και βρίσκεται στον διαχωρισμό των ρόλων. Έτσι κι αλλιώς ο Θεός είναι εκτός των ορίων της επιστήμης, ο Θεός φανερώνεται, δεν υπολογίζεται ούτε με εξισώσεις ούτε με θεωρίες. Οπότε η ενασχόληση των επιστημόνων με το θεϊκό, πιθανότατα εκτός από επικίνδυνη, είναι ταυτόχρονα και άγονη.
Εδώ πρέπει να αναφέρουμε ότι τα ερωτήματα που εγείρονται δεν είναι σημαντικά μόνο λόγω του ότι οι όροι «επιστήμη» και «επιστημονικό» μας κατακλύζουν. Το πρόβλημα της οριοθέτησης της επιστήμης έχει επίσης μεγάλη κοινωνική και πολιτική σημασία.
Πέρα από αυτά, η αντίληψη περί του τι είναι ή δεν είναι επιστήμη, επηρεάζει, σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, την εκάστοτε κρατική επιστημονική πολιτική, με συνέπειες στην προώθηση ή τη στασιμότητα της επιστημονικής ή της αντίστοιχης τεχνολογικής έρευνας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου