Τον Ιανουάριο του 1765, οι καινούργιοι ένοικοι του Χίντον Μάνορ στο Χαμπσάιρ πανικοβλήθηκαν καθώς πέρασαν ολόκληρη την νύχτα ακούγοντας τις πόρτες της νέας κατοικίας τους να ανοιγοκλείνουν, φαινόμενο που επαναλήφθηκε κατ' εξακολούθησιν και αφού άλλαξαν τις κλειδαριές του σπιτιού.
Το 1879, μένοντας σε συγγενείς της στην περιοχή του Γιορκσάιρ, μια κυρία ξύπνησε μέσα στη νύχτα, για να δει στα πόδια του κρεβατιού της ένα μικρό κοριτσάκι με κατάμαυρα μαλλιά και κάτασπρο πρόσωπο να την κοιτάζει με ένα παρακλητικό, σχεδόν εναγώνιο βλέμμα.
Πενήντα χρόνια νωρίτερα, ο λόρδος Brougham απολάμβανε την καταπραϋντική θαλπωρή ενός θερμού λουτρού όταν είδε τη μορφή ενός στενού φίλου του, που μόλις είχε πεθάνει, να κάθεται με άνεση σε μια καρέκλα μέσα στο δωμάτιο. Στην ανθολογία «The English Ghosts. Spectres through time» (Chatto and Windus, σελ. 276), ο γνωστός Αγγλος βιογράφος Peter Ackroyd συγκεντρώνει τουλάχιστον εκατό εξομολογήσεις ανθρώπων που υποστήριξαν πως υπήρξαν μάρτυρες παραφυσικών φαινομένων.
Ο πλούτος του υλικού δεν θα πρέπει να προξενεί κατάπληξη διότι, όπως εξηγεί ο κριτικογράφος του TLS Jonathan Barnes, γύρω στα 1882, έτος σύστασης της βρετανικής Εταιρείας Ψυχικής Ερευνας, τουλάχιστον το 10% του βρετανικού πληθυσμού πίστευε ότι είχε δει ένα, τουλάχιστον, φάντασμα.
Ως προς την αλήθεια του γεγονότος, ο Ακρόιντ δεν παίρνει θέση, αρκείται όμως να παρατηρήσει ότι οι μάρτυρες δείχνουν να πιστεύουν απολύτως στην πραγματικότητα της εμπειρίας που έζησαν. Ο διάσημος βιογράφος του Ντίκενς και του Ελιοτ φαίνεται πως έχει και ο ίδιος, όπως παρατηρεί ο κριτικογράφος, μια έμμονη ιδέα με τα φαντάσματα, καθώς στα έργα του το παράδοξο αναμειγνύεται συχνά με το παρόν, με το παρελθόν και το μέλλον, σε συνδυασμό προς την πίστη ότι η ζωή λαμβάνει χώρα μέσα σε ένα σύνθετο συνεχές, του οποίου η πραγματικότητα μας διαφεύγει.
Στη μελέτη του «Spectres of the self. Thinking about ghosts and ghosts-seeing in England, 1750-1920» (Cambridge University Press, σελ. 275) ο Shane McCorristine προκρίνει μια επιστημονική ερμηνεία του φαινομένου, θεωρώντας ότι τα φαντάσματα αποτελούν ψυχολογικό αντικατοπτρισμό και όχι εμφάνιση που συμβαίνει στον πραγματικό κόσμο. Γι' αυτό και ο τρόπος της παρουσίας τους εξαρτάται σε πολύ μεγάλο βαθμό από τα πολιτισμικά συμφραζόμενα μέσα στα οποία λαμβάνει χώρα.
Ετσι, ενώ στον Μεσαίωνα έχουμε πνεύματα που πιέζουν τους αμαρτωλούς να μετανοήσουν και να προσευχηθούν, όσο προχωρούμε προς τον 18ο αιώνα, οι αμφιβολίες για την πραγματική ύπαρξη φαντασμάτων πολλαπλασιάζονται.
Στο «Δοκίμιο για την ιστορία και την πραγματικότητα των φαντασμάτων», ο Ντανιέλ Ντεφόε υποστηρίζει, το 1727, ότι η συνείδηση αποτελεί ένα τρομακτικό φάντασμα από μόνη της, που μερικές φορές κυνηγά έναν τυραννικό εγκληματία ζητώντας του να επανορθώσει τις αδικίες του. Τριάντα επτά χρόνια αργότερα, ο Βολταίρος βεβαίωνε ότι λίγο πριν κοιμηθεί ένα φλογισμένο μυαλό μπορεί να δει φανταστικά αντικείμενα και να ακούσει ήχους που κανένας απολύτως δεν εκφέρει.
Στη δική του μελέτη «Τhe ghost story, 1840-1920. A cultural history» (Manchester University Press, σελ. 202), o Andrew Smith υποστηρίζει, σύμφωνα με τον Jonathan Barnes, ότι η παρουσία των φαντασμάτων στην πραγματικότητα αποτελούν έκφραση μιας μεταφοράς.
Γι' αυτό ως λογοτεχνικό είδος οι ιστορίες φαντασμάτων ανθούν σε περιόδους μεγάλων πολιτικών συζητήσεων κατά την εφαρμογή οικονομικών, εθνικών και αποικιακών αναπροσανατολισμών.
Το «Χριστουγεννιάτικα κάλαντα» του Κάρολου Ντίκενς θέτουν έτσι το ζήτημα του ηθικού προτάγματος σε μια περίοδο όπου κυριαρχεί ο οικονομικός ατομικισμός. Προσεγγίζοντας το έργο από μαρξιστική σκοπιά, ο Σμιθ αντιμετωπίζει το φάντασμα του Μάρλεϊ ως υλοποίηση αυτού ακριβώς που ο καπιταλισμός προσπαθεί να καταστήσει αόρατο, το ότι η εργασία είναι εγγενής στην παραγωγική διαδικασία.
Ο Σμιθ συνδέει τον δημοφιλή χαρακτήρα που απέκτησαν οι ιστορίες φαντασμάτων στον 19ο αιώνα με την ολοένα αυξανόμενη φασματικότητα που αποκτά το χρήμα την ίδια περίοδο, καθώς παύοντας να συνδέεται με την ιδιοκτησία γης, γίνεται όλο και λιγότερο απτό και ορατό. Ο χρυσός και το ασήμι εκτοπίζονται από τα χάρτινα υποκατάστατά τους, ενώ οι μηχανισμοί του χρηματιστηρίου, ακατανόητοι στο ευρύ κοινό, καθιστούν την αγορά χρήματος αόρατη.
Οπως και ο Ακρόιντ, έτσι και ο Σμιθ, καταλήγει ο κριτικογράφος, έχει μια έμμονη ιδέα με τα φαντάσματα καθώς ασχολείται συστηματικά με θέματα όπως είναι η «Γοτθική λογοτεχνία», οι «Βικτωριανοί δαίμονες», «Το Θηλυκό γοτθικό» και ο «Γοτθικός ριζοσπαστισμός».
Ελισαβετ Kοτζια / ekotzia@yahoo.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου