...Εδώ, σ΄ αυτήν την πλατεία, ξεκίνησε του σπουδαιότερο άθλημα της ζωής μας, τα κορίτσια! Τα κορίτσια!! Φουστίτσα με πλισέδες κάτω από το γόνατο, με το σαπουνισμένο μαλλί πιασμένο αλογοουρά, άσπρα σοσόνια και λουστρινένια παπούτσια. Δυο-δυο, τρεις-τρεις, βολτάριζαν στην πλατεία και εμείς κάναμε την μοιρασιά. «Αυτή είναι δική μου και αυτή δική σου», «όχι εμένα μου αρέσει η άλλη» και δως΄ του καυγάδες, με τις άλλες παρέες, που έκαναν την ίδια δουλειά. Αυτές, ανύποπτες τάχα, συνέχιζαν τον περίπατό τους, χαμηλοβλεπούσες και χασκογέλαγαν, ρίχνοντας που και που κλεφτές ματιές προς το μέρος μας. Και να δεις ότι το παλιό παιχνίδι των «γιατρών», φαντάζει ανήθικο. Τώρα το νέο παιχνίδι είναι πιο πολύπλοκο, πιο μυστηριώδες, πιο ασαφές. Εδώ, λοιπόν μπαίνουν στην ζωή μας η Ελένη, για μένα και η Μάτα, για τον Μανόλη.
Τις συναντήσαμε μια Κυριακή μεσημέρι, που κάνανε βόλτες, στην πλατεία οι δυο τους. Καστανή, ψηλή και μονοκόκαλη, η Ελένη, είχε τα μαλλιά της κοντά, πράγμα σπάνιο και έμοιαζε στην Γκρέις Κέλλυ. Αντίθετα, η Μάτα ήταν σταράτη μελαχρινή, με την αλογοουρά της να πηγαίνει πέρα δώθε, σε κάθε της τσάκισμα και τα μαύρα μάτια της να παρατηρούν με περιέργεια τον κόσμο. Φορούσαν και οι δύο την στολή της παρέλασης – ήταν μετά την παρέλαση της 25ης Μαρτίου – μπλε φούστα, άσπρα σοσόνια, μαύρα παπούτσια και άσπρα πουκάμισα, που άφηναν να φαίνεται μιαν υποψία στήθους, για την Ελένη. Αντίθετα με την Μάτα που ήταν πιο ανεπτυγμένη και το στήθος της φάνταζε, σχεδόν, γυναικείο.
Ήταν πιασμένες χέρι-χέρι και έψαχναν, όπως όλοι, στην πλατεία για κάτι, έτσι αόριστα χωρίς συγκεκριμένο σκοπό. Αυτή ήταν ο ομορφιά της βόλτας στην πλατεία. Πηγαίναμε εκεί, έτσι, χωρίς φανερό λόγο και περιμέναμε κάτι να φανεί, κάτι ακαθόριστο, κάτι καινούργιο, κάτι σαν θαύμα, που δεν έλεγε να έρθει. Εγώ τις είχα δει από απέναντι.
« Για πρόσεξε αυτές τις δυο, που περνάνε στην απέναντι πλευρά. Να αυτήν την ψηλή και την μελαχρινή με την αλογοουρά. Στην προηγούμενη βόλτα τους, μου φάνηκε ότι μας κοίταξαν», είπα στον Μανόλη.
«Λες;», απάντησε ο Μανόλης. «Τώρα στην άλλη βόλτα, που θα ξαναπεράσουν, θα δούμε».
Μόλις φτάσανε στο ύψος μας, ο Μανόλης τις κοίταζε κατάματα και χαμογελούσε. Αυτές άφησαν ένα μικρό γελάκι και τράβηξαν το βλέμμα τους από επάνω μας. Αυτό, για μας, ήταν αρκετό. Σηκωθήκαμε και αρχίσαμε να περπατάμε πίσω τους, χωρίς να μιλάμε.
Κάναμε, έτσι, δυο-τρεις βόλτες γύρω απ΄ την πλατεία. Αυτές, που και που, μας ρίχνανε κλεφτές ματιές και έφερναν το χέρι μπροστά στο στόμα τους, για να κρύψουν τα γελάκια τους. Κάποια στιγμή επιταχύναμε το βήμα μας και τις προσπεράσαμε, κάνοντας πως κουβεντιάζουμε για πολύ σοβαρά θέματα. Εμείς μπροστά και αυτές, σε απόσταση ενός μέτρου, πίσω μας. Όταν φτάσαμε στην γωνιά, λοξοδρομήσαμε προς την οδό Μεσολογγίου και ανηφορήσαμε για το δασάκι της Αγίας Τριάδας, με τα κορίτσια να μας ακολουθούν, από κοντά σαν να είμαστε μια παρέα. Η ψυχή μου πήγαινε να βγει από το στόμα. Ένα γλυκό μούδιασμα είχε καταλάβει όλο μου το κορμί, από τα πόδια μέχρι το κεφάλι.
«Πάμε να καθίσουμε στο παγκάκι δίπλα στην Δεξαμενή;» τις ρώτησε ο Μανόλης, γυρίζοντας με φυσικό τρόπο προς το μέρος τους, σαν να γνωριζόμαστε πολύν καιρό. « Εγώ είμαι ο Μανόλης και αυτός είναι ο φίλος μου ο Νίκος.», συνέχισε.
Αυτές, κοντοστάθηκαν, κάνανε ότι ξαφνιάστηκαν και πλησίασε η μία την άλλη, σαν να ντρέπονταν. « Όχι, όχι δίπλα στην Δεξαμενή, θα μας δει κανένα μάτι, καλύτερα να πάμε από πίσω μέρος που υπάρχουν κάτι βράχοι και μπορούμε να κάτσουμε εκεί. Εμένα με λένε Μάτα και την φίλη μου Ελένη», απάντησε η μελαχρινή.
Κινήσαμε για την δεξαμενή που βρίσκονταν στο πίσω μέρος του άλσους και, χωρίς να το προκαλέσουμε βρεθήκαμε να περπατάμε δυο-δυο. Ο Μανόλης με την Μάτα μπροστά και εγώ με την Ελένη πίσω. Δεν μπορούσα να το πιστέψω περπατούσα στον δρόμο, δημόσια, με ένα κορίτσι. Το πρώτο κορίτσι ΜΟΥ. Ήθελα να φωνάξω και να το ακούσει όλος ο κόσμος. Η Ελένη, δίπλα μου, περπατούσε αμίλητη, με τα μάτια να κοιτάζουν κάτω, στον δρόμο και με είχε πλησιάσει πολύ. Κάποια στιγμή την έπιασα από το μπράτσο για να την βοηθήσω να ανέβει σε ένα ψηλό σκαλοπάτι και αυτή αφέθηκε επάνω μου, σαν να ήταν το πιο φυσικό πράγμα στον κόσμο. Μιλούσαμε για διάφορα πράγματα, τι μιλούσαμε, δηλαδή. Εγώ μιλούσα και αυτή άκουγε. Τι της έλεγα;, που να ξέρω που να θυμάμαι… το μόνο που θυμάμαι είναι ότι της μίλαγα συνεχώς, χωρίς παύση, μην τυχόν και βαρεθεί και φύγει.
Οι άλλοι είχαν προχωρήσει καμιά εικοσαριά μέτρα μπροστά και είχαμε μείνει μόνοι μας. Καθίσαμε σε ένα βραχάκι και για πρώτη φορά τα βλέμματα μας συναντήθηκαν. Ξαφνιάστηκα. Τα μάτια της ήταν γαλάζια, πολύ γαλάζια σου λέω και, όπως με κοιτούσε, ένοιωσα την γη να φεύγει από τα πόδια μου και να γίνεται μία απέραντη θαλασσινή μπουνάτσα. Ένοιωθα να πετάω χωρίς, αυτή την φορά, να γίνομαι Σούπερμαν ή αεροπόρος. Ξαφνικά το ρολόι της εκκλησίας χτύπησε μία. Βρισκόμαστε εκεί πάνω από δύο ώρες και είχαμε αργήσει. Η Ελένη πετάχτηκε και φώναξε στην Μάτα ότι έπρεπε να φύγουν, γιατί τους περίμεναν οι δικοί τους για το κυριακάτικο μεσημεριανό φαγητό. Λίγο πριν φύγει, κανονίσαμε να συναντιόμαστε την επόμενη μέρα και κάθε μέρα, μετά το μάθημα.
Στον δρόμο για το σπίτι, ο Μανόλης μου έλεγε τι έκανε με την Μάτα. Είχε προχωρήσει περισσότερο από εμένα. Δηλαδή, αυτοί, είχαν αγκαλιαστεί και είχαν ανταλλάξει μερικά φιλιά. Εμένα, όλα αυτά, δεν μου έκαναν καμιά εντύπωση. Σ΄ όλο τον δρόμο, έβλεπα ένα πρόσωπο με καστανά κοντά μαλλιά, μέχρι τον λαιμό και δύο θάλασσες μάτια, που με ταξίδευαν στις «θάλασσες» του Βύρωνα και στα λιμάνια της γειτονιάς της. Ήμουν ερωτευμένος και ήταν η πρώτη φορά.
Την άλλη μέρα η Ελένη δεν φάνηκε, στο δασάκι, που την περίμενα μετά το σχολείο. Η Μάτα, που είχε ραντεβού με τον Μανόλη, μου έφερε το μήνυμά της, ότι δεν θα μπορέσει για καμιά εβδομάδα να έρθει. Είχε αργήσει την προηγούμενη μέρα, να γυρίσει στο σπίτι και ο πατέρας της την είχε βάλει τιμωρία για όλη την εβδομάδα. Απογοητευμένος τους άφησα και έφυγα. ……..
…………Δεν την ξανάδα ποτέ.
Πες
πως θυμάμαι την Ελένη
όπως ήταν.
Μαργαρίτες και κόκκινα γαρύφαλλα.
Νιότη,
στην νιότη μαχαιριά.
Όνειρα,
Που έτρεχαν με τα δεκατρία μας χρόνια
στο άπειρο.
Πες
πως γεννήθηκε ξανά η Ελένη
και μου δόθηκε.
Αφίλητη,
όπως έφυγε και χάθηκε.
Μια σαϊτιά στο υφάδι της ζωής
παράταιρη.
Ένας καπνός,
που δεν διώχνει η άπνοια της Κυριακής των Βαΐων.
Πες, λοιπόν,
πως ξαναπερπατήσαμε στους δρόμους του Βύρωνα
σαν πρόσκοποι.
Πως ο δάσκαλος μου έβαλε
μηδέν για την ανάγνωση,
πέντε για την ιστορία,
δέκα,
για τις στιγμές αυτές
που θυμάμαι την Ελένη.
πως θυμάμαι την Ελένη
όπως ήταν.
Μαργαρίτες και κόκκινα γαρύφαλλα.
Νιότη,
στην νιότη μαχαιριά.
Όνειρα,
Που έτρεχαν με τα δεκατρία μας χρόνια
στο άπειρο.
Πες
πως γεννήθηκε ξανά η Ελένη
και μου δόθηκε.
Αφίλητη,
όπως έφυγε και χάθηκε.
Μια σαϊτιά στο υφάδι της ζωής
παράταιρη.
Ένας καπνός,
που δεν διώχνει η άπνοια της Κυριακής των Βαΐων.
Πες, λοιπόν,
πως ξαναπερπατήσαμε στους δρόμους του Βύρωνα
σαν πρόσκοποι.
Πως ο δάσκαλος μου έβαλε
μηδέν για την ανάγνωση,
πέντε για την ιστορία,
δέκα,
για τις στιγμές αυτές
που θυμάμαι την Ελένη.
ΒΥΡΩΝΑΣ 1977
Τίτος
Τίτος
Τίποτα για τις Αννούλες ....του χιονιά και της ...Παγωνιάς και τις "επίκαιρες"? φιλικά Μαριάν
ΑπάντησηΔιαγραφή