DAIDALOS
Τετάρτη, 25 Μαρτίου 2009
Κανείς εχέφρων και καλοπροαίρετος νομίζω δεν έχει εγγενές πρόβλημα με τη διαπολιτισμική συμβίωση και επαφή ανθρώπων, πληθυσμών και λαών, η οποία άλλωστε αποτελεί και το απαραίτητο γονιμοποιητικό στοιχείο κάθε πολιτισμικής ανάπτυξης της ανθρώπινης ιστορίας. Αντίστοιχα θεμιτή θα πρέπει να θεωρείται και η συναφής διαπολιτισμική εκπαίδευση, προορισμένη κυρίως για τους πληθυσμούς εκείνους που για λόγους ιστορικής συγκυρίας, βρίσκονται στο ενδιάμεσο γεωγραφικό και πολιτισμικό πεδίο γειτνίασης, επαφής και αλληλεπίδρασης τέτοιων διαφορετικών πολιτισμικών ρευμάτων.
Αρκεί πάντα όμως, η όλη διαπολιτισμική αλληλεπίδραση να διαπνέεται από καλοπροαίρετη και ειρηνική διάθεση, που θα στηρίζεται στον αμοιβαίο σεβασμό τόσο της ύπαρξης, όσο και της πολιτισμικής ετερότητας του κάθε «γείτονα».
Η αμοιβαιότητα, τόσο στο σεβασμό της ύπαρξης του "άλλου", όσο και του δικαιώματός του στην ανάπτυξη, στην πρόοδο, αλλά και στην πολιτιστική του ετερότητα (και όχι απλώς στην ανοχή της ετερότητάς του), είναι τόσο θεμελιώδεις και αναγκαίες προϋποθέσεις που χωρίς αυτές, οποιαδήποτε "διαπολιτισμική" διάδραση καταρρέει και εκφυλίζεται σε «επιπολιτισμική» (επιβαλλόμενη πολιτισμική) επίδραση.
Η περιοχή του Αιγαίου και ειδικότερα η εκατέρωθεν του ποταμού Έβρου, από την πτώση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και εξής, στιγματίστηκε από μια ιστορική διαδρομή κατακτήσεων, υποδούλωσης και αλλεπάλληλων διώξεων του πληθυσμού. Η διαδοχή της Οθωμανικής εξουσίας που προήλθε από τη διευθέτηση του Ανατολικού ζητήματος, οδήγησε σε συνεχώς μεταβαλλόμενες συνοριακές οριοθετήσεις μεταξύ των κρατών της περιοχής (Τουρκία, Βουλγαρία και Ελλάδα), οι οποίες τροφοδοτούνταν από τα συγκυριακά περιφερειακά συμφέροντα των Μεγάλων Δυνάμεων (κυρίως Ρωσίας, της Γαλλίας, της Γερμανίας και φυσικά της Αγγλίας (και στη μετέπειτα υπερπόντιας κληρονόμου της Αγγλοσαξονικής κυριαρχίας), οι οποίες κατά περίπτωση υποδαύλιζαν ή υπέθαλπαν τις εκατέρωθεν (θεμιτές η μη) μεγαλοϊδεατικές αναθεωρητικές εθνικές επιδιώξεις και των τριών γειτόνων. Φυσικά, εκ των τριών, μόνον οι Ελληνικός μεγαλοϊδεατισμός, εκτός της φυσικής και αναμενόμενης τάσης ζωτικής επέκτασης που νομοτελειακά διέπει το σύστημα των διεθνών σχέσεων και αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο κάθε μικρού ή μεγάλου κράτους, συνοδευόταν και από κάποιο ιστορικά επαρκές και κοινωνικά δικαιολογημένο τεκμήριο (βλέπε τον ακμάζοντα Ελληνισμό της Κων/λης και της Μικράς Ασίας). Ανέκαθεν όμως, στις διεθνείς σχέσεις το «δίκαιον» και το «δέον» σπάνια συμπίπτει με το «εφικτόν» και έτσι, και μάλλον σωστά, οι μεγαλοϊδεατικές επιδιώξεις και αλλυτρωτικές ρητορείες από καιρού εξέλειπαν τόσο από τα διπλωματικό, όσο και από το επίσημο πολιτικό λεξικό του συνόλου των πολιτικών δυνάμεων και του σοβαρού και έγκριτου δημόσιου λόγου στην Ελλάδα.
Δυστυχώς δεν μπορεί να υποστηριχθεί το ίδιο και για τα όμορα κράτη.
Η τελική διευθέτηση τους, με τη Συνθήκη της Λωζάννης (1923), η οποία αποτελεί και την απαρχή της οριοθέτησης, αλλά και θεμελίωσης του χαρακτήρα του νέου Τουρκικού κράτους, βασίστηκε στην αρχή της εθνικής καθαρότητας ή εθνολογικής ομοιογένειας των εν λόγω κρατών, προκειμένου να διασφαλίσει την ειρηνική τους συμβίωση και την απρόσκοπτη ιστορική τους επιβίωση και συνέχεια. Φυσικά, το τόσο κρίσιμο και όπως διαπιστώνεται κοινώς επιθυμητό αυτό διακύβευμα (η εθνική ομοιογένεια) έγινε δυνατή με το θεσμό των ελεγχόμενων ανταλλαγών (αμοιβαίων εξαναγκαστικών μετακινήσεων) πληθυσμών, με τη μόνιμη μετεγκατάσταση ολόκληρων πληθυσμιακών ομάδων και της θεσμικής αποδοχής της παρουσίας όσων έμειναν, ως μειονοτήτων, όπου η ασφάλεια και η ευμάρεια των μελών τους προβλέφθηκε ρητά (στο μέτρο του δυνατού), μέσω των μειονοτικών προβλέψεων στα κείμενα της Συνθήκης.
Η επιτυχία της ειρηνευτικής Συνθήκης και η βιωσιμότητα των προβλέψεών της προς όφελος όλων των πληθυσμών της περιοχής, και στα τρία συγκεκριμένα κράτη, στηρίχθηκε στην αυτονόητη αποκήρυξη κάθε περαιτέρω αναθεωρητικής και επεκτατικής βλέψης εκ μέρους των υπογραφόντων μελών της. Ειδικά δε σε ότι αφορά το μέλλον των εκατέρωθεν μειονοτικών πληθυσμών, βασίστηκε στον ειλικρινή σεβασμό των δικαιωμάτων τους, αλλά και στην αμοιβαιότητα βάσει της οποίας τα κράτη θα επεδείκνυαν την απαιτούμενη σπουδή προκειμένου, ερμηνεύοντας το πνεύμα της Συνθήκης εν συνεχεία να εφαρμόσουν τις προβλέψεις προστασίας στους μειονοτικούς πληθυσμούς που βρίσκονταν στη δικαιοδοσία τους.
Δυστυχώς, 86 χρόνια μετά την υπογραφή της, η πίστη των πρωτεργατών της στις αρχές αυτές για μια αμοιβαία καλόπιστη και καλοπροαίρετη ερμηνεία των προβλέψεών της, προς όφελος των μειονοτικών κυρίως πληθυσμών, απεδείχθη μια από τις δραματικότερες πλάνες της παγκόσμιας ιστορίας. Μια απλή δημογραφική εξέταση των πληθυσμών των δύο συζυγών (για του εμπνευστές της Συνθήκης τουλάχιστον) μειονοτικών πληθυσμών, αποδεικνύει τη ζοφερή πραγματικότητα. Η άνθηση του ενός φαντάζει ιστορική τραγωδία σε σχέση με την αιματηρή εξάλειψη της άλλης, μια οδυνηρή πραγματικότητα που έρχεται σε αντίφαση με το τόσο διαφορετικό κοινωνικό και πολιτισμικό στίγμα των δύο αυτών πληθυσμιακών ομάδων και της θέσης που κατείχαν στην πολιτισμική, πολιτική και οικονομική δομή του ευρύτερου κοινωνικού περιβάλλοντός που ήταν ενταγμένες.
Το δραματικότερο όμως στοιχείο ήταν οτι το στοιχείο της αμοιβαιότητας δεν απετέλεσε το συνεκτικό στοιχείο, κίνητρο για την επαύξηση της προστασίας των εκατέρωθεν μειονοτήτων, αφού λόγω της τελείως διαφορετικής ποιοτικής και πολιτισμικής σύνθεσης των εν λόγω μειονοτήτων, αλλά και των διαφορετικών πολιτισμικών χαρακτηριστικών των δύο λαών, και των εν γένει πολιτικών ηγεσιών τους, αλλά και την υπεραξία των μελών τους στο πεδίο των πολιτικών και στρατηγικών και εθνικών τους επιδιώξεων ήταν αντίστοιχης της απώλειας ενός απλού πιονιού και αυτού της βασίλισσας κατά τη διάρκεια μιας σημαντικής παρτίδας σκάκι με έπαθλο την γεωπολιτική επικράτηση στην ευρύτερη περιοχή.
Την εγκληματική αδράνεια και αβελτηρία της Ελληνικής πλευράς στις συνεχείς και κλιμακούμενες πρωτοβουλίες της Τουρκίας, τόσο κατά του μειονοτικού Ελληνισμού, όσο και υπέρ της υπόθαλψης αντεθνικής συμπεριφοράς των Τουρκογενών της μουσουλμανικής μειονότητας στη Θράκη, παράλληλα με τις αδιάλειπτες καταφανείς ιμπεριαλιστικές βλέψεις της Τουρκίας κατά του μείζονος Ελληνισμού σε Αιγαίο, Κύπρο και Έβρο, καθώς και στον ευρύτερο Βαλκανικό χώρο, συμπλήρωσε το δεύτερο τραγικότερο λάθος της Ελληνικής πολιτείας, την στρεβλή και αδόκιμη ερμηνεία της αρχής της αμοιβαιότητας, εις βάρος του συνόλου της μουσουλμανικής μειονότητας. Αυτό δεν είναι άλλο από τη συνεχόμενη μέχρι πρότινος διπλωματική κατά κύριο λόγο επιλογή, της περιθωριοποίησης της μουσουλμανικής μειονότητας και την παρεμπόδιση της γρήγορης ενσωμάτωσής της στην υπόλοιπη κοινωνική δομή του ντόπιου Ελληνικού πληθυσμού, με σκοπό την έμμεση άσκηση πίεσης προς την Τουρκική πλευρά, προκειμένου να ευαισθητοποιηθεί και να μειώσει την πίεση που ασκούσε στην αντίστοιχη Ελληνική μειονότητα στην Τουρκία. Η εγκληματικά αφελής αυτή, όσο και αναποτελεσματική πολιτική επιλογή δημιουργούσε και μέχρι πρότινος συνεχίζει να δημιουργεί την εξής ανακόλουθη κατάσταση: αφενός στο περιβάλλον της Ελλάδας, με τις σαφώς ανεπτυγμένες πολιτικά και πολιτειακά δημοκρατικές ευαισθησίες και τα αντανακλαστικά ενός κράτους δικαίου, μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης και άλλων διεθνώς θεσμών, οι επιπτώσεις μιας έστω και ελάχιστης πολιτικής και κοινωνικής αδράνειας ως προς την προστασία των πολιτικών δικαιωμάτων σημειώνουν πλήθος αντιδράσεων και στοχοποιούν την Ελληνική πολιτεία, αλλά και την κοινωνία, εντός και εκτός Ελλάδος, με κατηγορίες που τείνουν να της προσδώσουν ένα πρόσωπο ουραγού στην προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Αντίθετα στο περιβάλλον της Τουρκίας, με τις πολιτικές, κοινωνικές, θρησκευτικές, αλλά και πολιτειακές καθώς και γραφειοκρατικές ιδιαιτερότητες, πολύ χειρότερες κατηγορίες δεν έχουν την παραμικρή επίδραση στην διαμορφούμενη πολιτική της και στρατηγικές της επιλογές που συνδέονται με την επέκτασή της προς εξασφάλιση ευρύτερου ζωτικού στρατηγικού χώρου, αντάξιου με τις υπερεθνικιστικές της αναθεωρητικές επιδιώξεις.
Δευτερεύον αλλά εξίσου τραγικό θύμα της Ελληνικής επιλογής, η οποία ενίοτε τροφοδοτήθηκε και από τις έξωθεν υποδεικνυόμενες «υποχρεώσεις» έμπρακτης Συμμαχικής αλληλεγγύης έναντι του από βορρά κινδύνου εκ του Συμφώνου της Βαρσοβίας, ήταν και οι Πομακικής καταγωγής, αλλά σημειωτέων Ελληνικής εθνικής συνείδησης, μουσουλμάνοι της περιοχής, οι οποίοι μαζί με τους ΡΟΜΑνικούς πληθυσμούς, συνέθεταν το σύνολο του εκ της Συνθήκης ενιαίου μειονοτικού πληθυσμού της Θράκης.
Όπως είναι γνωστό, το Ελληνικό κράτος, είτε από αφροσύνη, είτε από μυωπική αντίληψη των εκάστοτε γεωπολιτικών δεδομένων της περιοχής, προέβη σε πραγματικά αυτοκαταστροφικές κινήσεις, οι οποίες είχαν αποτέλεσμα την εγκατάλειψη των Πομάκων, τον αφελληνισμό της εθνικής τους συνείδησης και την παράδοσή τους στις πολιτικές και γεωστρατηγικές βλέψεις του Τουρκικού επεκτατισμού. Κορυφαία τέτοια πράξη συνιστά το περίφημο διάταγμα του Διοικητή Θράκης Φεσσόπουλου (1954), δια του οποίου σχεδόν επεβάλλετο συλλήβδην (και μάλιστα επί ποινή) η εν λόγω εθνικά καταστροφική μεθόδευση του εκτουρκισμού της μειονότητας.
ΒΑΣΙΛΕΙΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ
ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΟΙΚΗΣΙΣ ΘΡΑΚΗΣ
Δ/ΣΙΣ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ Αρ. Πρωτ. Α 1043
Εν Κομοτηνή τη 28/1/1954
ΕΠΕΙΓΟΥΣΑ
Προς
Τους κ.κ. Δημάρχους και Προέδρους Κοινοτήτων Ν. Ροδόπης.
Κατόπιν διαταγής του κ. Προέδρου της Κυβερνήσεως, παρακαλούμεν όπως εφ' εξής εις πάσαν περίπτωσιν γίνεται χρήσις του όρου «Τούρκος-Τουρκικός» αντί του τοιούτου «Μουσουλμάνος-Μουσουλμανικός».
Επί τούτοις δέον να μεριμνήσητε δια την αντικατάστασιν των εν τη περιφέρεια υμών υφισταμένων διαφόρων επιγραφών, όπως «Μουσουλμανικόν Σχολείον, Μουσουλμανική Κοινότης κ.λ.π.» δια της τοιαύτης «Τουρκικόν».
Ο Γενικός Διοικητής Θράκης
Γ. ΦΕΣΣΟΠΟΥΛΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου