Τετάρτη 25 Απριλίου 2012

Ο χρηματισμός του Μειδία


Όταν μιλούσα για τα (υπό κλίμακα έστω) περιβαλλοντικά προβλήματα των αρχαίων Ελλήνων, και ειδικότερα για την υπερξύλευση της Λαυρεωτικής λόγω της μακρόχρονης και εντατικής μεταλλουργίας, ο λαμπρός Αρχαιολόγος κ. Ε. Κακαβογιάννης μου θύμισε το επεισόδιο με τον πλιατσικολόγο τριήραρχο Μειδίαν, τα κατορθώματα του οποίου ελεεινολογεί ο Δημοσθένης στον «Κατα Μειδίου» λόγον του.

Και επειδή υποθέτω ότι και άλλοι συμπολίτες ενδέχεται να έχουν ανάγκη να ευθυμήσουν ολίγον μετά απ΄ τα αλλεπάλληλα θλιβερά μαντάτα (απ΄ τα αυτοκτονικά «δεκεμβριανά», μέχρι τους ριψάσπιδες της αδίσταχτης παροχολογίας), σκέφθηκα να το ξαναδιηγηθώ το περιστατικό και απ΄ την φιλόξενη αυτή στήλη.

Λοιπόν, βρισκόμαστε στα μέσα του 4ου αι. π.Χ. - σε μιαν Αθήνα η οποία σε κάμποσα σημεία έμοιαζε με την σημερινή. Το μπαχτσίσι πήγαινε σύννεφο: Μερικοί πλούσιοι πολίτες κατάφερναν να εξαγοράζουν συνειδήσεις δημοσίων λειτουργών - όχι μόνον μέσω του χρήματος, αλλά και μέσω πιέσεων της πολιτικής μερίδας («κόμματος») στην οποία ανήκαν. 
Ένας απ΄ αυτούς ήταν και ο πάμπλουτος Μειδίας- άξεστος, προκλητικός και επιδειξιομανής πολιτικάντης, ο οποίος με την αλαζονεία-του είχε ξεσηκώσει την απέχθεια των πολιτών, αλλά παρά ταύτα κατάφερνε να μένει ατιμώρητος ή και απλώς να καθυστερεί επί πολλά έτη την καταβολή των προστίμων στα οποία καταδικαζόταν. Και τα κατάφερνε φαίνεται με έναν συνδυασμό θράσους, δωροδοκιών και στρεψοδικίας- το γνωστό αχτύπητο τρίο.
Αυτόν τον Μηδείαν κατηγορεί ο Δημοσθένης ενώπιον της Ηλιαίας (του κυριότερου δικαστηρίου που το συγκροτούσαν 6.000 κληρούμενοι Αθηναίοι). Εμείς εδώ θα περιορισθούμε μόνον σε μίαν απ΄ τις ανομίες του Μηδείου- εκείνην που υποδηλώνει την αξία της ξυλείας ως καυσίμου στην Λαυρεωτική. Μία μοίρα λοιπόν του αθηναϊκού στόλου βρισκόταν έξω απ΄ τα Στύρα στον ευβοϊκό κόλπο. 

Μαζύ τους κι ο Μειδίας ως τριήραρχος της τριήρους την οποία είχε προσφέρει στην πόλη, όπως οι περισσότεροι πλούσιοι πολίτες. Εκεί τους βρίσκει η εντολή των Αθηνών να πλεύσουν όλοι μαζί και σύσσωμοι στον Πειραιά. Και ξεκινάνε πράγματι όλοι οι τριήραρχοι, εκτός απ΄ τον μάγκα τον Μειδία. Ο οποίος, επί τη ευκαιρία, μένοντας πίσω, πλιατσικολογεί τα χωριά στα ευβοϊκά παράλια! Και φορτώνει την (δημόσια πλέον) τριήρη του κανα-δυό αιγοπρόβατα, αλλά κυρίως «χάρακας, θυρώματα και ξύλα» δηλαδή παλούκια, πορτόκασσες και ξυλεία. Και τι κάνει; Πάει και τα πουλάει «εις τα έργα τα αργύρεια»- στα αργυρωρυχεία του Λαυρίου δηλαδή. Και για να φορτώσει ετούτος ο άθλιος τέτοιο φορτίο, πάει να πεί ότι η ξυλεία ήταν πράγματι πολύτιμο υλικό για τους μεταλλουργικούς κλιβάνους του Λαυρίου. 

Κι είχε τόσο υψηλή τιμή, ώστε να βάζει σε πειρασμό τον αδίσταχτο τριήραρχο να παραβεί τόσο κατάφωρα τις στρατιωτικές διαταγές και το κοινό δίκαιο: «Καταπλέει εις Πειραιά μόνος μεθ΄ ημέρας δύο» (λένε πέντε μάρτυρες, τριήραρχοι κι αυτοί)- και δεν ελέγχεται! Κι έρχεται τώρα ο τολμηρός Δημοσθένης να περιλάβει και αυτό το προκλητικό επεισόδιο μέσα σ΄ όλα όσα θα καταμαρτυρήσει εναντίον του Μειδία. Ο οποίος εξ άλλου είχε προσβάλει δημοσίως μάλιστα πολλές φορές τον Δημοσθένη τέτοιο θράσος είχε. 

Γι΄ αυτό κι ο Δημοσθένης δεν κρατάει τη γλώσσα-του όταν περιγράφει το επεισόδιο. Και ξεμπροστιάζει τον δήθεν χορηγό της τριήρεως, και λέει: «Χρηματισμός, ου λειτουργία γέγονεν η τριηραρχία τω καταπτύστω τούτω», Κατά Μειδίου, 167. (Κι ας είναι καλά οι Ελληνες λόγιοι, κανα-δυό αιώνες πριν, που περιέσωσαν στην νεοελληνική χρήση αμφότερους τους εύστοχους αυτούς όρους «χρηματισμός» και «κατάπτυστος».) 

Στη σύγχρονη ορολογία η πράξη του Μειδία είναι εκμετάλλευση διαπεπιστευμένων, και συνεπάγεται ποινές πολυετούς φυλακίσεως. Τότε όμως τίποτε απολύτως δεν έγινε: Ο Μειδίας ανήκε στο πανίσχυρο κόμμα του Ευβούλου.

Το χειρότερο είναι ότι ο κατά Μειδίου λόγος του Δημοσθένους ουδέποτε έφθασε στο Δικαστήριο. Ο Εύβουλος ο ίδιος καθώς και άλλοι διακεκριμένοι Αθηναίοι είχαν δηλώσει ότι υποστηρίζουν τον Μειδία- και κανένας δεν ύψωσε φωνή υποστήριξης του Δημοσθένους. Εντωμεταξύ, δε, τα πολιτικά πράγματα στην Αθήνα θ΄ αλλάξουν, ο δε Δημοσθένης (φιλειρηνικός εκ φύσεως) θα βρεθεί να έχει τις ίδιες περί ειρήνης απόψεις με τους εχθρούς του. Και λένε ορισμένοι ιστορικοί ότι πιθανότατα ο Δημοσθένης υπέταξε το ιδιωτικό-του συμφέρον στο δημόσιο συμφέρον- και δεν κατέθεσε τελικώς την καταγγελία.

Εμείς όμως, χάρις στο χειρόγραφο του λόγου, συνειδητοποιούμε τις πολλαπλές συμπληγάδες, μέσα απ΄ τις οποίες περνούσε η αθηναϊκή δημοκρατία- και παρά ταύτα εύρισκε τον δρόμο της

Ενώ κάμποσοι απ΄ τους δικούς-μας «δημοκρατικούς» μας συνιστούν «ανατροπή και ανυπακοή» ή «ενθαρρύνομε τον κόσμο να βγεί στους δρόμους»- υποκατάστατα δηλαδή συγκεκριμένων πολιτικών προγραμμάτων τα οποία αιδημόνως κρατιούνται μυστικά.

Θεοδόσης Π. Τάσιος,ομότιμος καθηγητής του Εθνικού Μετσοβίου Πολυτεχνείου,
01/03/2009.

Κυριακή 8 Απριλίου 2012

Η ΤΑΦΗ ΤΟΥ ΚΟΜΗ ΟΡΓΚΑΘ

Απέναντί μας, στον φωτισμένο τοίχο, ο πίνακας του Οργκάθ. Γιγάντιο άνθος που έσκασε, άνοιξε πέταλα και φανερώνεται η ιδέα ιδιοφυούς νου, ο ανασασμός ψυχής περίπλοκης, κατασταλαγμένης όμως. Κι από παντού, σαν πέπλο, σαν αχλύ, σαν από πηγή φωτός ανεξάρτητη απ’ τον ζωγράφο, η ανταύγεια του Πνεύματος του ζωοποιού που κινεί τους ανθρώπους και τ’ αληθινά έργα τους και τα κάνει ν’ ανυψώνονται πάνω απ’ τα υλικά τους.

Πρόκειται για πίνακα μεγάλου σχήματος. Έχει διαστάσεις, 4,80 μ. επί 3,60 μ. κι ολοκληρώθηκε λίγο πριν τα Χριστούγεννα του 1586, εποχή ωριμότητας του Θεοτοκόπουλου. Αναπαριστά τον ενταφιασμό του ήρωα Οργκάθ την ώρα που η πενθούσα συντροφιά των ευγενών Τολεδιάνων βλέπει έκπληκτη να συμβαίνει μπροστά της ένα θαύμα: Εμφανίζονται κατά την ταφή στη γη ο Αγιος Στέφανος κι ο Αγιος Αυγουστίνος επιθυμώντας να τιμήσουν τον ενάρετο νεκρό. Με στοργή σκύβουν κι ανασηκώνουν το πεσμένο του κορμί ενώ πάνω απ’ τα κεφάλια και τις λαμπάδες ανοίγει ο ουρανός.

Αγγελοι κι άγιοι γύρω απ’ τον Χριστό Παντοκράτορα παρακολουθούν τη λυτρωμένη ψυχή του Οργκάθ να παίρνει τη θέση της ανάμεσά τους. Στην ορθόδοξη ανατολική εικονογραφία, η ψυχή παρουσιάζεται σαν βρέφος. Γι’ αυτό κι εδώ ένας βιαστικός άγγελος σέρνοντας τήν, σαν σπάθα, μακριά φτερούγα του, με ορμητική κίνηση ανυψώνεται κρατώντας προσεχτικά στην αγκαλιά του την ελευθερωμένη ψυχή σαν νεογέννητο.
Θανάτω θάνατον πατήσας κι η ζωή αποδεικνύει τις αιώνιες δυνατότητές της.

Τούτο το έργο θεολογεί. Μιλάει για τη φύση του ανθρώπου, για τη φύση του θείου και, το σπουδαιότερο, ερμηνεύει τον θάνατο. Τα επίπεδα του βίου, το πέρασμα στον ουρανό, η κλίμαξ, οι πρεσβείες της Θεοτόκου, το πάθος, ο θρήνος, η δόξα.

Σπάνια ένα καλλιτέχνημα διδάσκει τόσο λεπταίσθητα την πίστη του δημιουργού του. Χωρίς κήρυγμα, δίχως απλοϊκές επεξηγήσεις, δίχως κραυγές και δάκρυα, πολύ μακριά από τον εύκολο υπερσυναισθηματισμό της δυτικής θρησκευτικής τέχνης.

Εμφανίζεται σαν ρεαλιστικό απόσπασμα ζωής αληθινής καί ατέρμονης όπου ένα μαχαίρι τέμνει τη φλούδα των γεγονότων για να μπορείς να ατενίζεις από κάτω τα ορατά και τα αόρατα να γίνονται ένα. Την κίνηση του αιώνα να καθηλώνεται για ν’ ανατείλει η αιωνιότητα. Τα δύσκολα να γίνονται απλά, τ’ ακατανόητα κατανοητά, τ’ ανέλπιστα να πραγματώνονται μπροστά στα μάτια σου.

Οι θνητοί, οι άγιοι κι οι άγγελοι δεν διαφέρουν στη μορφή. Ο σπόρος του αγίου, ο σπόρος του αγγέλου πρέπει να εμφωλεύουν κάτω απ’ τις μαύρες σφιχτές στολές των ευγενών, στις καρδιές των θνητών τούτου του φευγαλέου κόσμου. Όλοι τους, οι κάτω και οι πάνω, είναι άνθη που άνθισαν από το ίδιο σκληρό χώμα κι ανάλογα με το ύψος της ψυχής η σάρκα γίνεται όλο και πιο διάφανη στο άχτιστο φως που από ψηλά ρέει.

Πάνω από τα επίγεια εμφανίζεται η ουσία του Ουρανού. Σε μάζες από κινούμενα σύννεφα ανθίζει εκτυφλωτική η Δόξα του Θεού, η Γκλόρια. Ανθίζει ο κόσμος των αγίων, των αγγέλων, των ψυχών και, στην κορυφή, τυλιγμένος σε πάλλευκο ύφασμα, σε πάλλευκο που τόσο δύσκολα ζωγραφίζεται, ο μελαχρινός Χριστός του Θεοτοκόπουλου απλώνει τα χέρια προς τους πενθούντες, τους κοπιώντες, τους διψώντες για δικαιοσύνη. Όλα τώρα τα αβάσταχτα της ζωής άλαφρώνουν, όλα τα παράλογα βρίσκουν τον λόγο τους, όλα τα παρανοϊκά ισορροπούν.
Η Δόξα του Πνεύματος σώζει τον κόσμο.
«Δίχως την Γκλόρια», γράφει ο Μπαρρές, «το έργο τούτο θα ήταν μια Ιωάννα της Λωραίνης χωρίς τις εξ ουρανού φωνές της».

Όχι, ο θάνατος δεν είναι τέλος ζωής, δεν είναι επίφαση ματαιότητας, δεν είναι ύβρις και αφανισμός. Είναι το επιστέγασμα, η απονομή δικαιοσύνης, το κλείσιμο ενός τέλειου κύκλου.
Ο νεκρός κόμης λυγίζει κι ακουμπά μ’ εμπιστοσύνη σε χέρια πονετικών αγίων, κάτω απ’ το στοργικό βλέμμα συντρόφων. Το πρόσωπο του, άδειο πια από αίμα ζωής, παίρνει τη χλωμάδα που απλώνει το γαλάζιο φως μιας παγωμένης σελήνης.

Οδηγείται στον τάφο σφιχτοδεμένος την σιδερένια στολή του ιππότη. Πολεμιστής στη ζωή και στον θάνατο. Το επιτάσσει ο ιερός νόμος της Ισπανίας, της Κρήτης πιο πίσω. Το χρέος.
Ούτε λουλούδια, ούτε μώβ πέπλα, ούτε διάκοσμος, νεκρικός. Δεν υπάρχουν καν γυναίκες μήπως κι ο ακράτητος θρήνος τους εκτρέψει προς τον συναισθηματισμό εκείνο που το έργο θέλει να περισώσει: Ενα πυκνό, βουβό πάθος. Την φλεγόμενη πνευματικότητα που μονάχα ένα κλειστό αντρικό τάγμα μπορεί να ασκήσει. Το ασκητικό ιδεώδες που πυρπολούσε τον Γκρέκο δεν τον άφησε να γαληνέψει ποτέ σε δόξα και σε πλούτη.

Εδώ η οδύνη είναι τόσο βαθειά που μένει άφωνη. Δεν ξεθυμαίνει, αργά λιώνει τα μάγουλα, τα μέτωπα που έχουν το χρώμα και την ύλη του κεριού.
Ό,τι περισσότερο μαγνητίζει με τη δύναμή του σε τούτο τό απέραντο γεγονός είναι ο αμίλητος κύκλος των αρχόντων του Τολέδου, το ύφος με το όποιο αντιμετωπίζουν όσα οριακά συμβαίνουν μπροστά τους.

Είναι ασφαλώς το ίδιο το ύφος του ζωγράφου τους, η εσωτερική του στάση, η πνευματική θέση του απέναντι στον θάνατο και στα μετά τον θάνατο.
Αν είναι έτσι όπως γράφουν οι πατέρες της Εκκλησίας μας, πως η βασιλεία του Θεοΰ «κλέπτεται» από τους εραστές της αιωνιότητας, με τούτη εδώ τη ζωγραφική εκείνος άπλωσε με τόλμη το χέρι στον Παράδεισο.
Ολοκλήρωσε την έσώτατη και πειστικότατη αναφορά του για όσα αντίκρυσε τις στιγμές της έκστασης. Για το ίδιο το μυστικό της ζωής όπως κατόρθωσε με προσευχή και με τέχνη να αποσπάσει.

Μυημένος στα μυστήρια της βυζαντινής αγιογραφίας στην Κρήτη, θα νήστευε πιθανόν και επί μέρες θα προσευχόταν προτού πιάσει το πινέλο στα χέρια του. Γιατί οι ορθόδοξοι αγιογράφοι θεωρούν πως το έργο που τελικά θα δημιουργηθεί στο τελάρο τους, στον τοίχο, στο χαρτί ή στο σανίδι τους είναι έργο θεόσταλτο. Ο εμπνευσμένος καλλιτέχνης στην πραγματικότητα δεν είναι παρά ο δέκτης πνοής θείας, δανείζει το χέρι του για μια δημιουργία πού δεν τού ανήκει. Γι’ αυτόν το λόγο και θα υπογράψει, «χειρ Νικοδήμου εποίει» ή «χειρ Θεοφάνους εποίει» ή «χειρ Δομηνίκου εποίει» όπως εχάραξε κάτω από ορισμένα έργα του κι εκείνος.

Οι μορφές των ευγενών της πόλης που πενθούν τον νεκρό Οργκάθ είναι μορφές περισυλλογής. Αναδύονται μέσα από τον δαντελένιο ισπανικό γιακά σαν από ανοιγμένες καμέλιες. Ατενίζουν με γνώση και επίγνωση. Τα ωραία μακριά τους δάχτυλα σχολιάζουν σεμνά. Η φροντισμένη κομψότητά τους καμιά επίδειξη δεν κρύβει. Από ευπρέπεια καί σεβασμό είναι καλοντυμένοι.
Η σοβαρότητα κι η πίστη τους υφαίνουν κλοιό ασφαλείας γύρω απ’ το φοβερό μυστήριο και πείθουν ακόμα περισσότερο για την πραγματικότητα του εξωπραγματικού.

Οι ίδιοι αποδέχονται το θαύμα με συγκρατημένη ανατριχίλα μια κι η αναμονή θαύματος είναι ζυμωμένη με την χριστιανική τους παιδεία. Αναρριγούν αλλά δεν απορούν. Πρόκειται για άντρες εκπαιδευμένους στα όπλα της ζωής, του θανάτου, και του θαύματος που τα συνδέει. Δεν θαυμάζουν υστερικά, δεν διατυμπανίζουν αισθήματα. Παραστέκουν σεμνοί μάρτυρες του συνταρακτικού, φορείς ήθους ακλόνητου αλλά ευφυούς, σταθερού αλλά και ευλύγιστου. Με αρετή και με τόλμη παραστέκουν. Με αρετή που προσκαλεί το θείο να φανερωθεί και με τόλμη να πιστέψουν εκείνα που είναι απίστευτα για τον μέτριο νου.

Εχουν εντέλει τα πρόσωπα που αξίζουν σε μιαν αξιοπρεπή, καλότυχη πολιτεία: Αρχόντων ικανών να εμπνεύσουν αξίες ηθικές στους συμπολίτες τους.

Κι εκεί, στ’ αριστερά, ανάμεσα στις ευγενικές κεφαλές, ο μόνος που ξεφεύγει απ’ την γενική κίνηση και μάς κοιτάζει κατάματα, είναι εκείνος που θεωρείται ως η πιθανότερη αυτοπροσωπογραφία του Γκρέκο.

Μάς κοιτάζει πίσω απ’ τον χαμένο καιρό. Πάντοτε παρών. Ήδη απόμακρος από τα συμβάντα που ιστορεί, ελευθερωμένος από τον ιστορικό χρόνο, ανέγγιχτος απ’ τους τέσσερις αιώνες αυταπάτης, μόχθου, λήθης και ματαιότητας που σαν άμμος θα πέσουν ανάμεσα στο τότε και στο τώρα. 
Ανάμεσα στην ώρα που με ψιλό πινέλο χρωμάτισε τούτο το δυνατό κρητικό βλέμμα και στην ώρα που σήμερα, Μεγάλη Τετάρτη, ήρθαμε ώς εδώ και σταθήκαμε αντίκρυ του.

ΜΑΡΩ ΒΑΜΒΟΥΝΑΚΗ

Πηγή: Aντίφωνο , Από το ταξιδιωτικό αφήγημα «Λουλούδι της κανέλλας», εκδόσεις Φιλιππότη